Ζούμε τελικά εποχές 2013;

Σε καμία περίπτωση τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις βραχυπρόθεσμες οικονομικές απώλειες.

Του Γιώργου Πυρίσιη*

Μεγάλη συζήτηση γίνεται το τελευταίο χρονικό διάστημα όσο αφορά τις επιπτώσεις της κρίσης του κορονοιού ή COVID-19 στην κυπριακή οικονομία και στο κατά πόσον αύτη η κρίση είναι χειρότερη ή όχι από την τραπεζική κρίση του 2013.

Κατ’ αρχήν για να απαντήσουμε στο πιο πάνω ερώτημα θα πρέπει να διαχωρίσουμε πως η κρίση του 2013 αλλά και η σημερινή κρίση του COVID-19 επηρέασαν και επηρεάζουν την κυπριακή οικονομία.  

Με την τραπεζική κρίση του 2013 και το κούρεμα των καταθέσεων χάθηκαν καταθέσεις δισεκατομμυρίων ευρώ τόσο από τα νοικοκυριά όσο και από τις επιχειρήσεις. Η κρίση του 2013 ήταν κρίση που επηρέασε τόσο την καμπύλη προσφοράς (δηλαδή τις τράπεζες που είναι ο «αναπνευστήρας» της οικονομίας) όσο και την καμπύλη ζήτησης (δηλαδή την ιδιωτική κατανάλωση). 

Με την κρίση του 2013 πλήγηκαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις οδηγώντας πολλές εξ αυτών να βάλουν λουκέτο ενώ πολλά δάνεια νοικοκυριών «κοκκίνισαν». 

Ενδεικτικά, να αναφέρουμε πως με βάση τα στοιχεία της Υπηρεσίας Αφερεγγυότητας μεταξύ 2013 με 2015, 556 εταιρείες κήρυξαν πτώχευση ενώ για την υπό αναφορά περίοδο 5.265 εταιρείες προχώρησαν σε εκούσιες εκκαθαρίσεις, οδηγώντας σε άνοδο των ποσοστών ανεργίας σε πρωτόγνωρα επίπεδα (μέγιστο 16.1%), ενώ το ΑΕΠ της Κύπρου βυθίστηκε κυριολεκτικά κατά 6%. Η κοινωνία πλήρωσε την κακή κατάσταση που επικρατούσε στον τραπεζικό τομέα με το κούρεμα των καταθέσεων στις δυο εμπορικές τράπεζες που ανήλθε στα περίπου στα 9 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτά τα 9 δισεκατομμύρια ευρώ τα πλήρωσαν άμεσα τόσο νοικοκυριά όσο και επιχειρήσεις σε αντίθεση με την κρίση στο Συνεργατισμό και την πώληση του (που στοίχισε επίσης 9 δισεκατομμύρια ευρώ) την οποία πλήρωσαν όλοι οι φορολογούμενοι μέσω αύξησης του δημοσίου χρέους. Οι πιο πάνω αριθμοί είναι σημαντικοί για να αντιληφθούμε το μέγεθος της ζημιάς που δημιουργήθηκε στην οικονομία του τόπου από το κούρεμα των καταθέσεων που ισοδυναμούσε με απώλεια του μισού ΑΕΠ της χώρας.

Τουρισμός.. το μεγάλο θύμα του COVID-19

Δυστυχώς, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Ευρώπη, μάθαμε με τον πλέον σκληρό τρόπο την σημασία της ύπαρξης δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Για τη χώρα μας η οποία βιώνει για ακόμα μια φορά μέσα σε λίγα χρόνια κρίση (διαφορετικής όμως φύσεως αυτή τη φορά), η παρουσία των δημοσιονομικών πλεονασμάτων μπορεί να είναι σωτήρια για τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών της. 

Σε καμία όμως περίπτωση τα δημοσιονομικά πλεονάσματα δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τις βραχυπρόθεσμες (ελπίζουμε) οικονομικές απώλειες, ιδιαίτερα στην πτυχή της εγχώριας ζήτησης. Με την οικονομική δραστηριότητα να συρρικνώνεται ως αποτέλεσμα της μείωσης της ιδιωτικής κατανάλωσης, είναι ξεκάθαρο πως ο ρυθμός ανάπτυξης αλλά και οι επιμέρους μακροοικονομικοί δείκτες θα παρουσιάσουν επιβράδυνση. 

Τα πρόσφατα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση είναι σίγουρα προς την κατεύθυνση του περιορισμού στην πτώση της εσωτερικής ζήτησης. Ωστόσο, όσο αφορά τις τουριστικές ροές τα πράγματα δεν θα είναι και τόσο εύκολα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας το 2019 οι τουριστικές ροές στην Κύπρο ανήλθαν στα 3.9 εκατομμύρια ενώ τα έσοδα σε 2.6 δισεκατομμύρια ευρώ. Από αυτά τα 2 εκατομμύρια ήταν μόνο οι τουρίστες από Ηνωμένο Βασίλειο και Ρωσία. Ταυτόχρονα εάν βάλουμε και τους τουρίστες από άλλες Ευρωπαϊκές χώρες τότε αυτός ο αριθμός φτάνει τα 3.4 εκατομμύρια. Επιπλέον, εάν αναλογιστεί κανείς πως ο μέσος όρος των δαπανών ανά τουρίστα ανέρχεται στα 665 ευρώ (σύμφωνα με τα πιο πάνω στοιχεία) είναι ξεκάθαρο πως εάν δεν αλλάξει άρδην η κατάσταση τους επόμενους δυο με τρεις μήνες τότε οι απώλειες εσόδων από τον τουριστικό τομέα θα ξεπεράσουν στο καλύτερο σενάριο το 1 δισεκατομμύριο ευρώ και στο χειρότερο τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ.  Ακόμα, πιο ανησυχητικό είναι το γεγονός πως ακόμα και αν η Κύπρος ξεπεράσει τη δύσκολη αυτή κατάσταση δεν είναι σίγουρο πως το ίδιο θα ισχύει και για τις άλλες χώρες της Ευρώπης, ώστε να μπορούν οι πολίτες τους να ταξιδέψουν στη χώρα μας για την καλοκαιρινή περίοδο. 

Επομένως, οι αρνητικές επιδράσεις στην οικονομία θα είναι αλυσιδωτές και δεν θα περιορίζονται μόνο στον τουρισμό αλλά και σε αρκετούς άλλους τομείς που δημιουργούν συνολική προστιθέμενη αξία στην οικονομία της χώρας.  

Κανένας δεν μπορεί να προσδιορίσει επ’ ακριβώς πόση θα είναι η μείωση στη συνολική προστιθέμενη αξία. Τα πάντα θα εξαρτηθούν από τη διάρκεια και την εξέλιξη αυτή της πανδημίας όχι μόνο εντός της Κύπρου αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Όμως, μέχρι στιγμής και σε καμία περίπτωση δεν ζούμε περίοδο 2013.

*Ο Γιώργος Πυρίσιης είναι οικονομικός αναλυτής

-

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ