Της Δρ. Χριστίνας Χατζησωτηρίου*
«Λαός ενωμένος, ποτέ νικημένος», υποστηρίζει η λαϊκή θυμοσοφία. Δυστυχώς, όμως, οι χειρισμοί της τρέχουσας κρίσης του κορωνοϊού, σε συνδυασμό με τις καταιγιστικές ειδήσεις αναφορικά με τη διαφθορά του πολιτικού μας συστήματος, φαίνεται να αφήνουν τον λαό διχασμένο και κατ’ επέκταση «λαβωμένο». «Χτίζει σπίτια η ομόνοια, τα γκρεμίζει η διχόνοια», μας διδάσκει επίσης η λαϊκή σοφία. Δυστυχώς, όμως, το εθνικό μας οικοδόμημα φαίνεται να καταρρέει από τη διχογνωμία που περίτεχνα καλλιεργείται, χωρίζοντας τον λαό σε πολλαπλά στρατόπεδα: οι «τρέμοντες» τον ιό και οι αρνητές του, οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως κριτικά σκεπτόμενοι και οι ετεροπροσδιοριζόμενοι ως συνωμοσιολόγοι, οι ζητούντες τα μέτρα και οι μη τηρούντες τα μέτρα, οι κατακρίνοντες τη διαφθορά και οι προφασιζόμενοι την έλλειψη απτών στοιχείων, κτλ. Oι κατακρίνοντες τους αρνητές του ιού, τους καταστροφείς κεραιών, τους μη τηρούντες τα μέτρα, τους συνωμοσιολόγους, όσους αμφιβάλλουν για την αληθότητα της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού αλλά και για την πραγματική ή αληθή ή ειλικρινή υπόσταση πολλών άλλων γεγονότων, ας αναλογιστούν ποιοι είναι οι πραγματικοί υπαίτιοι της χειραγωγημένης καλλιέργειας της δυσπιστίας για το τι εστί αλήθεια, συχνά από τα ίδια τα ΜΜΕ και ακόμη συχνότερα από διάφορα πολιτικά πρόσωπα για ίδιον όφελος. Δεν ενστερνίζομαι σε καμία περίπτωση θεωρίες συνωμοσίας, αλλά θεωρώ ότι τα αίτια της έκδηλης εμφάνισης τέτοιων συμπεριφορών είναι βαθύτερα από την απουσία κριτικής σκέψης, η οποία καταλογίζεται στους μη πιστεύοντες. Οι ριζικές αιτίες αυτής της κρίσης είναι καθαρά αξιακές και κατ’ επέκταση βαθιά κοινωνιολογικές.
Ο συνεχής βομβαρδισμός των πολιτών με αντιφατικές πληροφορίες και ειδήσεις όσον αφορά την επιστημονική τους τεκμηρίωση ή την προς υποστήριξή τους επιχειρηματολογία, σε συνδυασμό με την έντονη ανησυχία για τον εκφυλισμό του κοινωνικο-πολιτικού μας συστήματος, έχουν καλλιεργήσει την κοινωνική δυσπιστία, οδηγώντας μας στην εποχή που οι κοινωνιολόγοι ονομάζουν «εποχή της μετα-αλήθειας». Η μετα-αλήθεια χαρακτηρίζεται από την κατάρριψη των κοινών αντικειμενικών προτύπων για την αλήθεια, αλλά και από την ολίσθηση σ’ έναν κύκλο μεταξύ γεγονότων ή εναλλακτικών γεγονότων, γνώσεων, απόψεων, πεποιθήσεων και «αλήθειας». Τα επονομαζόμενα ως alt-γεγονότα ή alt-απόψεις (όπου alt βλέπε alternative) θέτουν υπό αμφισβήτηση αν ένα γεγονός διαδραματίστηκε όντως ή έτσι ακριβώς όπως περιγράφεται, ή ακόμη χειρότερα αν μια «αλήθεια» είναι όντως «αληθής». Η εκμετάλλευση της μετα-αλήθειας από τα ΜΜΕ και τον πολιτικό κόσμο μπορεί να συμβάλει συνεπώς στην εθνική πόλωση διαμέσου της αξιοποίησής της ως εργαλείου πολιτικής χειραγώγησης στη βάση της στρατηγικής του «διαίρει και βασίλευε». Το ουσιαστικότερο πλήγμα της μετα-αλήθειας που προκύπτει από την εργαλειοποίησή της στη βάση της εργαλειοποίησης της γλώσσας, της πληροφόρησης και της ίδιας της επιστήμης είναι να πιστεύουμε τελικά πως τίποτα δεν είναι αλήθεια ή να πιστεύουμε ότι τίποτα δεν απορρέει από γνήσια κίνητρα. Για κάθε άποψη ουσιαστικά που υπάρχει εκεί έξω, η οποία υποστηρίζεται από διάφορα μέσα πειθούς, όπως η επίκληση στην αυθεντία, η επίκληση στο συναίσθημα, ή η επίκληση στη γνώση, υπάρχει ακριβώς και η αντίθετη άποψη, η οποία αξιοποιεί εξίσου αληθοφανή επιχειρηματολογία.
Προτού όμως επιχειρήσουμε να αναλύσουμε τους τρόπους διαχείρισης της αβεβαιότητας που δημιουργεί η μετα-αλήθεια, θα πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα: «Υπάρχει τελικά μία και μοναδική αντικειμενική αλήθεια ή πραγματικότητα;». H νοηματοδότηση, ή αλλιώς η κατασκευή νοημάτων, κατέχει κεντρική θέση στη συμβολική διαδραστικότητα. Τα αντικείμενα, οι άνθρωποι, τα γεγονότα και οι καταστάσεις γενικότερα δεν φέρουν νόημα, αλλά τα νοήματα τούς αποδίδονται, αφού έχουν προηγουμένως «κατασκευαστεί» από εμάς. Ως έλλογα όντα, είμαστε εμπνευστές του κόσμου μας παρά παθητικές και προκαθορισμένες οντότητες. Μέσω της ερμηνείας, του ορισμού και της ανάγνωσης των συμβόλων, κατασκευάζουμε τις δικές μας αντιλήψεις περί της «πραγματικότητας» και επομένως τις δικές μας ερμηνείες της «αλήθειας», οι οποίες καθορίζουν τις ενέργειες και συμπεριφορές μας. Η ερμηνεία των αντικειμένων, των συμβόλων και των καταστάσεων αποτελεί και το βασικό συστατικό της διαδικασίας κατασκευής και απόδοσης νοήματος. Παρ’ όλα αυτά, η ερμηνεία αποτελεί συχνά το προϊόν της κοινωνικοποίησής μας στην ανθρώπινη εμπειρία παρά αποκλειστικά το απότοκο της ατομικής μας εμπειρίας. Γι’ αυτό και η πράξη της ερμηνείας δεν είναι καθαρά αυτόνομη ή ατομική διαδικασία, αλλά έχει διαδραστικό χαρακτήρα, υπό την έννοια της συνεργασίας και της συνέργειας. Είναι μια διαδικασία διαπραγμάτευσης του νοήματος εντός ενός συγκεκριμένου συγκειμένου, στην οποία τα νοήματα που αποδίδουμε δεν είναι καθαρά προσωπικά, αλλά προκύπτουν από τις αλληλεπιδράσεις μας μέσα στο κοινωνικό σύνολο. Συνεπώς, στο ερώτημα αν θα μάθουμε ποτέ την αλήθεια, η απάντηση είναι ότι η αλήθεια δεν είναι παρά ένα αφήγημα ή διάφορα ίσως αντιφατικά αφηγήματα. Για τον Foucault, το αφήγημα περιλαμβάνει τους τρόπους με τους οποίους συγκροτείται η γνώση, καθώς και τις κοινωνικές πρακτικές που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ γλώσσας, υποκειμενικότητας και σχέσεων εξουσίας. Καθώς η εξουσία επηρεάζει την κατασκευή της γνώσης, διαμορφώνει επιδραστικά την «αλήθεια» επί διαφόρων θεμάτων, τα οποία περιορίζονται, αποσιωπούνται ή ενεργοποιούνται από την πανταχού παρουσία της.
Αν συνεπώς δεν έχουμε πρόσβαση στη μία, μοναδική και απόλυτη «αλήθεια», ας αποποιηθούμε τον ρόλο του πολιτικού, οικονομικού και υγειονομικού «παντογνώστη» αναλυτή, ο οποίος επιβάλλει και επιβάλλεται. Αντ’ αυτού, ας εισέλθουμε στις μελλοντικές μας αλληλεπιδράσεις με κίνητρό μας τη μάθηση και την οικοδόμηση της προσωπικής μας μετα-αλήθειας, ενημερωμένης –στον βαθμό που αυτό είναι δυνατόν– από τη μελέτη των εναλλακτικών γεγονότων ή απόψεων. Κατά τον Freire, η προσπάθεια επιβολής απόψεων στους άλλους οφείλεται ουσιαστικά στην απουσία εμπιστοσύνης που έχει το ίδιο το άτομο για τις πεποιθήσεις του, οι οποίες συνδέονται με προκαθορισμένα συμπεράσματα σχετικά με την «αλήθεια» ή την «πραγματικότητα». Η επιβολή είναι μάλλον μια προσπάθεια διατήρησης της ψευδούς αίσθησης του ελέγχου επί των άλλων. Από την άλλη πλευρά, η προθυμία για διάλογο αντλεί από τις αξίες της εκτίμησης και του σεβασμού, ενώ δεικνύει την έμφυτη περιέργεια του ατόμου για μάθηση. Ο διάλογος στηρίζεται στην πεποίθηση του ατόμου ότι οι απαντήσεις και η «αλήθεια» αναδύονται ή συγκατασκευάζονται μέσω της συμμετοχής μας σε μια ανοιχτή και δημιουργική διαδικασία ανταλλαγής απόψεων, συμπεριφορών και γνώσης με άλλους.
Σε ένα κράτος όπου η πολιτική και πολιτειακή ευθιξία αλλά και οι μηχανισμοί απόδοσης υπαιτιότητας, εκεί όπου χρειάζεται, απουσιάζουν, ας γίνουμε εμείς η φωνή της αλλαγής, εξαγνίζοντας τους εαυτούς μας και τις πεποιθήσεις μας από «πωρωμένες» και «πολωμένες» απόψεις που εξυπηρετούν τις σχέσεις εξουσίας και όχι το κοινό όφελος.
PhD in Education, University of Cambridge, UK
Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στη Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, Πανεπιστήμιο Λευκωσίας