«I am not creating something that enables people to do something that they would be otherwise unable to do. I’m trying to encourage them to do something that realistically, at the moment, they are probably not going to do».
Απόσπασµα από συνέντευξη της Lucy Kellaway στην εφηµερίδα The Guardian, Νοέµβριος 2016
ΜΕΡΟΣ Α'
Η Lucy Kellaway ήταν για περισσότερα από 30 χρόνια µια από τις κορυφαίες αρθρογράφους στην εφηµερίδα Financial Times. Με σπουδές στην Οξφόρδη, γνωστή για τα καυστικά της σχόλια και τα καλογραµµένα της άρθρα, βρισκόταν στην κορυφή του επαγγέλµατός της. Όταν, λοιπόν, τον Νοέµβριο του 2016, στα 57 της χρόνια, ανακοίνωσε ότι εγκαταλείπει τη θέση της, για να εκπαιδευτεί για έναν χρόνο, ώστε να γίνει καθηγήτρια µαθηµατικών σε γυµνάσιο, η κίνησή της δηµιούργησε αίσθηση. Όταν δε, ανακοίνωσε ότι ίδρυσε τη φιλανθρωπική οργάνωση Now Teach, µέσω της οποίας καλούσε άτοµα της ηλικίας της να την ακολουθήσουν, προκάλεσε αρκετή θυµηδία στον αγγλικό Τύπο.
ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΠΟΝΤΑΣ ΤΗ ΣΙΓΟΥΡΗ ΘΕΣΗ
Η θυµηδία, όµως, σύντοµα εξαφανίστηκε, όταν µέσα σε έναν µήνα 1,000 άτοµα απευθύνθηκαν στην οργάνωση, για να εκπαιδευτούν ως καθηγητές! Τα άτοµα αυτά βρίσκονταν στην ώριµη ηλικία των 55-60 και ήταν επαγγελµατίες τραπεζίτες, λογιστές, αλλά και τραγουδιστές, ζωγράφοι, γιατροί. Όλοι τους µε πετυχηµένη πορεία στον κλάδο τους και µε πολλαπλάσιο εισόδηµα από τον αρχικό µισθό του δασκάλου.
Τι ήταν, λοιπόν, αυτό που ώθησε όλους αυτούς τους καριερίστες να τα αφήσουν όλα για µια θέση δασκάλου; Γιατί τόσοι ευκατάστατοι, καθόλα πετυχηµένοι άνθρωποι να θέλουν να περάσουν έναν χρόνο, διδάσκοντας στις πιο δύσκολες ηλικίες, για να αποκτήσουν το πιστοποιητικό του δασκάλου (teaching certificate); Όπως εξηγεί και η ίδια η Kellaway, το ακροατήριο που στόχευε ήταν άτοµα που είχαν εργαστεί δυο µε τρεις δεκαετίες, είχαν φτάσει στο απόγειο της καριέρας τους, είχαν φτάσει στην κορυφή, αλλά συνάµα είχαν κουραστεί και αναρωτιούνταν µε τι θα ασχολούνταν στο υπόλοιπο της ζωής τους.
«Στα 57 σου χρόνια», όπως η ίδια παρατήρησε σε µια παρουσίαση της ιδέας της στο London Business School, «έχεις ακόµη 15 µε 20 παραγωγικά χρόνια. Αρκετός χρόνος, για να φτιάξεις κάτι άλλο και σίγουρα πάρα πολύς, για να τον περάσεις χωρίς joie de vivre!».
Δεν θα σας κουράσω µε τις περιπέτειες της κας Kellaway στη διαδροµή της προς απόκτηση του πιστοποιητικού, για να µπορεί να διδάσκει. Θα αναφέρω απλώς ότι στην πορεία αυτή τόσο η ίδια όσο και οι άλλοι εκπαιδευόµενοι του Now Teach απέκτησαν µια καινούργια κατανόηση -και σεβασµό- για το έργο που επιτελούν οι καθηγητές και τις δυσκολίες που αντιµετωπίζουν.
ΤΙ ΜΑΣ ΔΙΔΑΣΚΕΙ Η LUCY KELLAWAY
Η πιο πάνω ιστορία είναι ένα καλό παράδειγµα του πώς µια προσωπική θεώρηση βρήκε απήχηση σε µια ολόκληρη οµάδα, ανοίγοντας νέους ορίζοντες. Τι µπορούµε, λοιπόν, να αποκοµίσουµε εµείς εδώ στην Κύπρο από την ιστορία της Lucy Kellaway; Το πρώτο που πρέπει να διευκρινιστεί είναι ότι η ιδέα της κας Kellaway «δούλεψε» λόγω των ειδικών περιστάσεων του Ηνωµένου Βασιλείου στον τοµέα της Δευτεροβάθµιας Εκπαίδευσης, όπου παρατηρείται εδώ και χρόνια αυξανόµενη έλλειψη καθηγητών µαθηµατικών, αγγλικών, φυσικής και χηµείας. Εποµένως µια αντιγραφή αυτής καθαυτής της ιδέας, δεν έχει πεδίο εφαρµογής για τον τοµέα της εκπαίδευσης στην Κύπρο.
Αν όµως µελετήσει κάποιος προσεκτικά την ουσία του σκεπτικού της κας Kellaway, θα καταλήξει στο εξής. Μια συνειδητοποιηµένη επαγγελµατίας κατάφερε να εµπλουτίσει την κοινωνία της χώρας της, φέρνοντας νέο «παλιό» ταλέντο εκεί που η κοινωνία το είχε άµεση ανάγκη, αξιοποιώντας γνώσεις και εµπειρίες που εµπλουτίζουν και αναβαθµίζουν το αντικείµενο της εργασίας.
Στον τόπο µας, µετά την οικονοµική κρίση, βιώσαµε µια ξαφνική, µεγάλη διαφοροποίηση σε κύριους κλάδους της οικονοµίας, µε κυριότερο τον τραπεζικό κλάδο. Ο κλάδος είχε να αντιµετωπίσει µια µαζική διαφοροποίηση αριθµών, µε έξοδο πολλών µεσαίων και ανώτερων στελεχών. Τώρα, πέντε χρόνια µετά, µια δεύτερη µαζική έξοδος στελεχών συντελείται µε την απορρόφηση των εργασιών του Συνεργατισµού από την Ελληνική Τράπεζα.
Η αναδιάρθρωση του κλάδου ήταν εν πολλοίς αναµενόµενη µετά την έξοδο σηµαντικών παικτών από την αγορά. Και όµως, αν και όλοι έβλεπαν το επερχόµενο, ούτε ως κράτος αλλά ούτε και ως κοινωνία δεν ήµασταν προετοιµασµένοι, για να αντιληφθούµε πρώτα και έπειτα να αντιδράσουµε θετικά στην επερχόµενη αλλαγή. Αντίθετα, η αντίδρασή µας επικεντρώθηκε στη µεγιστοποίηση της οικονοµικής αποζηµίωσης των αποχωρούντων, θεωρώντας προφανώς ότι το θέµα κλείνει εκεί.
Είναι, όµως, έτσι τα πράγµατα; Μπορούσαµε ή καλύτερα µπορούµε να κάνουµε κάτι άλλο; Σε τελική ανάλυση χρειάζεται να κάνουµε κάτι άλλο ή θα το αφήσουµε στις δυνάµεις της αγοράς; Ας πάρουµε τα ερωτήµατα µε τη σειρά.
ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΕΓΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗ
Αν εξετάσει κάποιος τα βιογραφικά των αποχωρούντων από τον τραπεζικό κλάδο, θα διαπιστώσει ότι η µεγάλη πλειοψηφία αυτών ανήκει ηλικιακά στην οµάδα, στην οποία στόχευσε και η Lucy Kellaway. Με άλλα λόγια τα άτοµα αυτά µπορούν δυνητικά να προσθέσουν παραγωγή και να αυξήσουν το εθνικό προϊόν για τουλάχιστον ακόµη 15 χρόνια. Οπότε κατ’ ελάχιστο έχουµε µια απώλεια στο εθνικό προϊόν που δυνητικά µπορεί να µειωθεί στον βαθµό που αυτά τα άτοµα επαναδραστηριοποιηθούν στην αγορά εργασίας, έστω και µε σηµαντικά µειωµένες απολαβές.
Το δεύτερο στοιχείο που προκαλεί εντύπωση είναι η απώλεια της επένδυσης που έχουµε κάνει ως κοινωνία πάνω σε όλα αυτά τα άτοµα. Αναφέροµαι φυσικά στο κόστος αρχικής µόρφωσης (η πλειοψηφία τους είναι απόφοιτοι τριτοβάθµιων σχολών), αλλά και επαγγελµατικής κατάρτισης που έλαβαν, αφού οι τράπεζες διαχρονικά είναι από τους λίγους εργοδότες που εστίαζαν και επένδυαν σε τέτοια θέµατα.
Το τρίτο στοιχείο αφορά την κοινωνική πλευρά του θέµατος και τα κοινωνικά προβλήµατα που δηµιουργούνται από την απραξία και τη µη συνεισφορά στον οικογενειακό προϋπολογισµό, καθώς και τα θέµατα της προσωπικής αυτοεκτίµησης που δηµιουργούνται από την απώλεια της εργασίας.
ΣΥΜΦΕΡΟΥΣΑ Η ΕΠΑΝΕΝΤΑΞΗ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
Για όλους αυτούς τους λόγους είναι προς το συµφέρον µας ως κοινωνίας να επιδιώξουµε την επαναδραστηριοποίηση αυτών των ανθρώπων. Κάποιος βέβαια θα µπορούσε να αντιτάξει ότι ως κοινωνία δίδουµε προτεραιότητα στους νέους και στη µείωση της ανεργίας σε αυτήν την ηλικιακή τάξη. Αυτό είναι και ορθό και επιβεβληµένο. Το ένα όµως δεν αποκλείει το άλλο για τον απλούστατο λόγο ότι οι δυο οµάδες δεν ανταγωνίζονται στην αγορά εργασίας. Αντίθετα η µια σε πολλά σηµεία συµπληρώνει την άλλη, γιατί η οµάδα των µεγαλύτερων ατόµων εστιάζει και ιεραρχεί διαφορετικά τις προτεραιότητές της. Για παράδειγµα στην αξιολόγηση µιας θέσης εργασίας ο νέος θα δώσει βαρύτητα στην προοπτική της ανέλιξης, στη σταθερότητα της εργασίας, καθώς και στη διεύρυνση των γνώσεων και εµπειριών του. Ο ώριµος, από την άλλη, σε ηλικία θα εστιάσει περισσότερο στη δυνατότητα µεγιστοποίησης της συνεισφοράς του. Εποµένως, ως κοινωνία έχουµε συµφέρον να επανεντάξουµε τα µεγαλύτερα σε ηλικία άτοµα στην αγορά εργασίας. Στο δεύτερο µέρος θα εξετάσουµε πώς µπορεί να γίνει αυτό.
ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΕΛΩΝΗΣ
Σύµβουλος Στρατηγικών Μελετών