Του Καθηγητή Ανδρέα Θεοφάνους*
Πριν λίγα χρόνια εθεωρείτο αδιανόητη μια συμφωνία μεταξύ Ισραήλ και Λιβάνου για την οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής τους Ζώνης, ακόμα και με τον τρόπο που αυτή έχει γίνει. Και τούτο επειδή υπάρχουν σοβαρές διαφορές μεταξύ των δύο χωρών οι οποίες, τεχνικά, είναι σε εμπόλεμη κατάσταση. Υπογραμμίζεται ότι ακόμα και μετά την υπογραφή της συμφωνίας δεν υπάρχουν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Πέραν τούτου, ακόμη και σήμερα υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις και στις δύο χώρες που αντιτίθενται σε αυτή τη συμφωνία.
Οι ΗΠΑ ήταν η κινητήριος δύναμη πίσω από αυτή τη συμφωνία. Οι Αμερικανοί επιδιώκουν τη μέγιστη δυνατή αξιοποίηση του ενεργειακού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου. Ως εκ τούτου, και λαμβάνοντας υπ΄ όψιν την επιδίωξη για απεξάρτηση της Ευρώπης από τις Ρωσικές πηγές ενέργειας, οι Αμερικανοί ενεργούν με τρόπο ώστε να αυξήσουν τις εναλλακτικές επιλογές. Το γεγονός ότι ο Λίβανος βρίσκεται σε δεινή οικονομική κατάσταση αποτέλεσε ένα σοβαρό παράγοντα που τελικά ώθησε την κυβέρνηση να συναινέσει σε μια τέτοια συμφωνία.
Οι Αμερικανοί επιθυμούν επίσης διακαώς τη μείωση της εξάρτησης της Τουρκίας από τη Ρωσική ενέργεια. Και θεωρούν ότι ο ενεργειακός πλούτος της Ανατολικής Μεσογείου μπορεί να συμβάλει προς μια τέτοια κατεύθυνση. Στη σημερινή συγκυρία ο ενεργειακός πλούτος της Κύπρου παραμένει ουσιαστικά ανεκμετάλλευτος ως αποτέλεσμα των προβλημάτων που υφίστανται με την Τουρκία. Η Κυπριακή Δημοκρατία έχει τη δυνατότητα να εισηγηθεί την de facto οριοθέτηση της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης μεταξύ των δύο χωρών. Μια τέτοια εξέλιξη θα διευκολύνει την αξιοποίηση ολόκληρου του ενεργειακού πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου προς όφελος των χωρών της περιοχής. Παράλληλα είναι δυνατό να ωφεληθεί και η ΕΕ από μια τέτοια ενέργεια. Ο τρόπος που έγινε η συμφωνία για την οριοθέτηση της ΑΟΖ Ισραήλ και Λιβάνου δημιουργεί ένα προηγούμενο και για την περίπτωση μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και Τουρκίας.
Λαμβάνοντας υπ΄ όψιν τις θέσεις των διαφόρων πλευρών στο Κυπριακό θεωρώ εξαιρετικά δύσκολη, εάν όχι αδύνατη, την επίλυση του προβλήματος στη σημερινή συγκυρία. Όμως είναι δυνατό να υπάρξει μια εξελικτική διαδικασία η οποία μπορεί να δημιουργήσει αμοιβαία οφέλη για όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Παραδοσιακά η Κυπριακή Δημοκρατία ενδιαφερόταν μόνο για μια ουσιαστική προσέγγιση που θα οδηγούσε σε ολική διευθέτηση του προβλήματος. Επιπρόσθετα, διαδοχικές κυβερνήσεις διακήρυτταν ότι τα ενεργειακά ζητήματα δεν πρέπει να διασυνδέονται με το Κυπριακό. Οι πραγματικότητες όμως είναι διαφορετικές.
Θεωρώ καθοριστικής σημασίας την προώθηση επιλογών που ενώ προασπίζουν την κρατική υπόσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας και διασφαλίζουν τους βασικούς πυλώνες επίλυσης του Κυπριακού, ταυτόχρονα αντικρύζουν τα ενεργειακά ζητήματα και τις ευρύτερες ανάγκες με πραγματισμό. Μια τέτοια πολιτική είναι δυνατό να αντικρισθεί θετικά από διάφορες δυνάμεις στο Ισραήλ, στη Γερμανία και την ΕΕ γενικότερα, στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ. Ακόμα και στην περίπτωση που η Τουρκία δεν αξιολογήσει θετικά μια τέτοια πρωτοβουλία, η Κυπριακή Δημοκρατία θα έχει αποκτήσει θετικά ερείσματα.
Είναι αναμενόμενο η Τουρκία να απαιτήσει την εμπλοκή της «ΤΔΒΚ» σε μια τέτοια διαδικασία. Όμως, ούτε οι κοινότητες ούτε οι παράνομες οντότητες έχουν ΑΟΖ. Επιπρόσθετα, η διεθνής κοινότητα δεν μπορεί να αναγνωρίσει την κατοχική οντότητα η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα χρήσης βίας. Οι θέσεις της Δύσης σε σχέση με το Ουκρανικό ζήτημα είναι τέτοιες που βοηθούν την Κυπριακή Δημοκρατία να προβαίνει στους ανάλογους παραλληλισμούς. Πέραν τούτου, η Λευκωσία έχει την ευκαιρία να τονίσει ότι τα συμφέροντα των Τουρκοκυπρίων μπορούν να εξυπηρετηθούν ανάλογα μέσα από υφιστάμενες συγκλίσεις για το θέμα αυτό.
Έφθασε η ώρα κατά την οποία η Κυπριακή Δημοκρατία θα πρέπει να ενεργεί με αυτοπεποίθηση και να είναι δύο βήματα μπροστά για την επίλυση ζητημάτων που την απασχολούν αλλά και που επηρεάζουν ευρύτερα συμφέροντα. Για τέτοιες προσεγγίσεις απαιτείται μια ισχυρή και αξιόπιστη διακυβέρνηση σε όλα τα επίπεδα.
*Πρόεδρος του Κυπριακού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων καθώς και του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου Λευκωσίας.