Του Δρος Γιώργου Θεοχαρίδη*
Για περισσότερο από έναν μήνα τώρα, ως παγκόσμια κοινότητα βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια πρωτοφανή κατάσταση εξαιτίας της απειλής του COVID-19 ή κορωνοϊού. Ο COVID-19 είναι ένας θανάσιμος ιός που ξεκίνησε πριν από πέραν των τριών μηνών από την πόλη Wuhan της Νότιας Κίνας, έχει εξαπλωθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη και έχει εξελιχθεί σε απειλή για την υγεία, τον τρόπο ζωής και το μέλλον μας. Για να καταπολεμήσουν την εξάπλωσή του, οι κυβερνήσεις σε όλο τον κόσμο αναγκάστηκαν να επιβάλουν αυστηρά περιοριστικά μέτρα, που οδήγησαν σε πλήρη κατάρρευση της παγκόσμιας οικονομίας. Έτσι, αναπόφευκτα, η υγειονομική κρίση θα οδηγήσει και σε οικονομική κρίση, το μέγεθος της οποίας θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το κατά πόσον θα μπορέσουμε να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αλλά και από τη μορφή και το εύρος της οικονομικής αντίδρασης εκ μέρους των αρχών.
Παγκόσμια οικονομία
Ποια είναι η κατάσταση που επικρατεί τώρα; Πρόκειται για μια πανδημία, η οποία εμφανίζεται μία φορά κάθε αιώνα, με τεράστιες επιπτώσεις στην παγκόσμια οικονομία. Βιώνουμε ένα τεράστιο σοκ όσον αφορά την προσφορά, καθώς οι άνθρωποι ασθενούν –κυρίως όμως λόγω των περιοριστικών μέτρων στη διακίνηση–, αλλά και ένα τεράστιο σοκ στη ζήτηση, αφού οι άνθρωποι γίνονται πολύ προσεκτικοί στο πώς ξοδεύουν, από φόβο για το μέλλον. Αυτό έχει οδηγήσει σε απότομη πτώση στις τιμές βασικών προϊόντων, όπως του πετρελαίου, στις τιμές των ακινήτων και σε τεράστιες απώλειες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, όπως στις μετοχές αλλά και στα ομόλογα.
Οι αρχικές ενδείξεις σχετικά με το τι να αναμένουμε είναι εξαιρετικά αποθαρρυντικές, αφού για παράδειγμα ο αριθμός των ανέργων στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ), σε μόλις τρεις εβδομάδες από τη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας στη χώρα, έφθασε στον εκπληκτικό αριθμό των 17 σχεδόν εκατομμυρίων! Ως αντίδραση σε αυτή την κατάσταση, σχεδόν όλες οι κυβερνήσεις ανά το παγκόσμιο προέβησαν στη λήψη έκτακτων μέτρων για την καταπολέμηση των επιπτώσεων της κρίσης, σε μια προσπάθεια να «παγώσουν» την κατάσταση έως ότου μπορέσει να τεθεί ξανά σε λειτουργία η οικονομία.
Αυτά τα μέτρα είναι σε μεγάλο βαθμό όμοια σε όλες τις χώρες που πλήττονται: δημοσιονομικά μέτρα που αποσκοπούν στην επιδότηση και ανακούφιση των νοικοκυριών και των εταιρειών που αντιμετωπίζουν προβλήματα, καθώς και χρηματοοικονομικά/νομισματικά μέτρα μέσω των κεντρικών τραπεζών, τα οποία αποσκοπούν στην παροχή έκτακτης ρευστότητας στην αγορά (οι κεντρικές τράπεζες μπορούν να το επιτύχουν μειώνοντας τα επιτόκια, με τη χαλάρωση των κεφαλαιακών απαιτήσεων και των απαιτήσεων ρευστότητας των εμπορικών τραπεζών ή μέσω των προγραμμάτων Ποσοτικής Χαλάρωσης - QE).
Τα πιο πάνω είναι απαραίτητα για την αποφυγή μιας απότομης αύξησης των πτωχεύσεων και των απολύσεων. Η έκταση ή το μέγεθος των μέτρων στήριξης εξαρτάται από την οικονομική κατάσταση της κάθε χώρας. Για παράδειγμα, η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε πρόσφατα το μεγαλύτερο οικονομικό κίνητρο στην ιστορία της χώρας, ένα πακέτο στήριξης για ανακούφιση της οικονομίας ύψους 2 τρισ. δολαρίων, το οποίο αποτελεί περίπου το 10% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) των ΗΠΑ. Σίγουρα θα ακολουθήσουν περισσότερα, εάν τα μέτρα απαγόρευσης της μετακίνησης παραμείνουν για αρκετό καιρό σε ισχύ.
Εντούτοις, όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, παρά τα πρωτοφανή μέτρα, οι προοπτικές για το τρέχον έτος είναι ζοφερές για όλες σχεδόν τις χώρες που πλήττονται, με απότομη και βαθιά ύφεση μεγέθους που δεν έχουμε βιώσει από τη Μεγάλη Ύφεση (Great Depression), με εκτόξευση του ποσοστού ανεργίας, του αριθμού των πτωχεύσεων και του επιπέδου του δημόσιου χρέους, καθώς και με σημαντικά δημοσιονομικά ελλείμματα. Η ανάκαμψη προβλέπεται για το 2021, δεδομένου ότι η προσδοκία είναι να υπάρχει διαθέσιμο ένα εμβόλιο κατά του ιού και η παγκόσμια οικονομία να επανέλθει στην κανονικότητα.
Η ανάκαμψη μπορεί να λάβει τη μορφή είτε ενός σχήματος «V» είτε ενός σχήματος «U». Το σχήμα «V» αντιπροσωπεύει την περίπτωση ταχείας ανάκαμψης, ενώ το σχήμα «U» δείχνει ότι θα υπάρχουν μακροχρόνιες συνέπειες από τη διακοπή της λειτουργίας της οικονομίας πριν δούμε την ανάκαμψη. Ας ελπίσουμε ότι θα υπάρξει μια ανάκαμψη σχήματος «V».
Τοπική οικονομία
Η Κύπρος δεν μπορεί να αποτελέσει εξαίρεση από το μαζικό αρνητικό σοκ που αντιμετωπίζει η παγκόσμια οικονομία. Είμαστε μια μικρή, ανοικτή οικονομία που εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την εξωτερική ζήτηση και τις επενδύσεις. Επομένως, ακόμα κι αν είμαστε σε θέση να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού σχετικά γρήγορα, η οικονομία δεν θα επανέλθει στην κανονικότητα μέχρι να περιοριστεί η εξάπλωση του ιού σε παγκόσμια κλίμακα. Η σημερινή κατάσταση είναι η ακόλουθη: Τα περιοριστικά μέτρα που επέβαλε η κυβέρνηση έχουν ουσιαστικά θέσει την οικονομία στην «κατάψυξη».
Τα καταστήματα έχουν κλείσει, τα σχολεία έχουν διακόψει τη λειτουργία τους, ο δημόσιος τομέας λειτουργεί σε ελάχιστη κλίμακα και οι περισσότερες επιχειρήσεις διεξάγουν τις εργασίες τους από το σπίτι ή δεν λειτουργούν καθόλου. Σε μια προσπάθεια να στηρίξουν την οικονομία, οι αρχές ανακοίνωσαν σημαντικά μέτρα – δημοσιονομικά και χρηματοοικονομικά/νομισματικά. Όπως και σε άλλες χώρες, τα δημοσιονομικά μέτρα (μέσω προγραμμάτων που ανακοινώθηκαν από το Υπουργείο Εργασίας) αποσκοπούν στην επιδότηση και την ανακούφιση των νοικοκυριών και των εταιρειών που βρίσκονται σε δυσχερή θέση. Τα μέτρα αυτά έχουν παραταθεί μέχρι τον Ιούνιο, με μια επιπλέον παράταση τεσσάρων μηνών, εάν στο μεταξύ η κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση αποφάσισε να προσφύγει στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές για να δανειστεί €1,75 δισ. μέσω της έκδοσης χρεογράφων 7ετούς και 30ετούς ομολόγου και να δανειστεί ακόμα €1,25 δισ. από τις τοπικές τράπεζες. Το συνολικό ποσό των €3 δισ. (περίπου 15% του ΑΕΠ της χώρας) θα αποτελέσει ένα «μαξιλάρι», μαζί με τα δημοσιονομικά πλεονάσματα των τελευταίων ετών, για τις μελλοντικές ανάγκες.
Το σκεπτικό πίσω από αυτές τις δράσεις είναι να ενεργήσουμε προληπτικά και να δανειστούμε τώρα που τα επιτόκια εξακολουθούν να είναι σχετικά χαμηλά και υπάρχει ζήτηση για τα κυπριακά κρατικά ομόλογα. Δεδομένων των αυξανόμενων κεφαλαιακών αναγκών όλων των χωρών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα επιτόκια στις χώρες της περιφέρειας της Ε.Ε. έχουν αυξηθεί λόγω του αυξημένου κινδύνου, πιστεύω ότι η χρονική στιγμή για την κίνηση αυτή ήταν σωστή. Ωστόσο, με την απότομη αύξηση του δημόσιου χρέους και την αναμενόμενη πτώση του ΑΕΠ μας, διατρέχουμε τον κίνδυνο να χάσουμε την αξιολόγηση στην επενδυτική βαθμίδα στην οποία βρισκόμαστε τώρα. Αυτό αποτελεί ένα τίμημα που μπορεί να χρειαστεί να πληρώσουμε, δεδομένης αυτής της δύσκολης περιόδου.
Προς το παρόν τουλάχιστον, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας για ενδεχόμενες κυρώσεις από την Ε.Ε. για απόκλιση από τους δημοσιονομικούς μας στόχους. Υπάρχει χαλάρωση στην αντιμετώπιση του ζητήματος αυτού, καθώς κάθε χώρα της Ευρώπης θα χρειαστεί να αυξήσει το δημόσιο χρέος της (με σημαντικά δημοσιονομικά ελλείμματα) για να αντιμετωπίσει αυτή την κρίση. Σε κάθε περίπτωση, είναι επιτακτική ανάγκη να γίνεται συνετή και υπεύθυνη χρήση των πρόσφατα δανεισθέντων χρημάτων, που είναι χρήματα των φορολογούμενων, καθώς είναι σίγουρο ότι οι οίκοι αξιολόγησης και οι επενδυτές θα μας παρακολουθούν στενά.
Πρέπει επίσης να εκμεταλλευθούμε τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης από την Ε.Ε. (160 εκατομμύρια ευρώ είναι διαθέσιμα για την Κύπρο μέσω του ταμείου SURE για την υποστήριξη προγραμμάτων προστασίας της απασχόλησης και 400 εκατομμύρια ευρώ μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων - ΜμΕ). Σε αυτά τα θέματα, η χρηματοδότηση είναι επίσης διαθέσιμη μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) για τις χώρες της Ευρωζώνης (συνολικά 240 δισ. ευρώ), αλλά μόνο για δαπάνες που σχετίζονται με την υγεία. Υπάρχει επίσης συζήτηση για την κοινή έκδοση ευρωομολόγων (κορωνο-ομολόγων) ή για τη δημιουργία ενός ταμείου ανάκαμψης (που θα χρηματοδοτείται με κοινό χρέος) για την αντιμετώπιση των αναγκών της ανάκαμψης, αλλά δυστυχώς υπάρχει ακόμα μακρύς δρόμος για την επίτευξη συμφωνίας.
Έχουν επίσης γίνει ορισμένα βήματα σχετικά με τα μέτρα που αφορούν τη ρευστότητα. Ως πρώτο βήμα, η ΕΚΤ έχει προσωρινά χαλαρώσει τα αποθέματα κεφαλαίων και ρευστότητας, ώστε οι τράπεζες να μπορούν να παρέχουν ρευστότητα στην αγορά και να απορροφούν ζημιές (το συνολικό κεφάλαιο που απελευθερώνεται για την Κύπρο ανέρχεται σε 1,4 δισ. ευρώ). Η ΕΚΤ ανακοίνωσε επίσης ένα έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω της πανδημίας, ύψους 750 δισ. ευρώ (QE), το οποίο θα λειτουργεί μέχρι τα τέλη του 2020 για να στηρίξει τις οικονομίες της Ευρωζώνης.
Επιπλέον, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε πρόσφατα νόμο για το πάγωμα των δόσεων δανείων μέχρι το τέλος του έτους, μια κίνηση που θα επιτρέψει να παραμείνει στην οικονομία η απαραίτητη ρευστότητα για να ανακουφίσει τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις που αντιμετωπίζουν προβλήματα. Υπάρχει ένα ακόμα αναγκαίο μέτρο – πρόκειται για τις κρατικές εγγυήσεις ύψους 2 δισ. ευρώ, ώστε να ενθαρρυνθούν οι τράπεζες να παρέχουν φθηνή χρηματοδότηση σε βιώσιμες επιχειρήσεις και αυτοεργοδοτούμενους κατά τη διάρκεια της περιόδου της κρίσης. Σε περίπτωση μελλοντικών ζημιών, ο κίνδυνος θα κατανέμεται μεταξύ του κράτους (70%) και του τραπεζικού ιδρύματος (30%). Η περιοριστική ρήτρα θα είναι ότι οι δανειολήπτες δεν επιτρέπεται να προχωρήσουν σε απολύσεις μέχρι το τέλος του έτους. Το μεγαλύτερο μέρος των δανείων θα αφορά τις ΜμΕ, αυτές που το χρειάζονται άλλωστε περισσότερο.
Όσοι τάσσονται κατά του μέτρου αυτού, υποστηρίζουν ότι η χρηματοδότηση πρέπει να προέρχεται απευθείας από το κράτος και όχι από τις τράπεζες. Το αντεπιχείρημα σε αυτή τη θέση είναι ότι η κρατική εγγύηση αποτελεί μια δυνητική υποχρέωση η οποία θα μπορούσε να μην πραγματοποιηθεί ποτέ.
Έτσι, δεν αυξάνεται το επίπεδο του χρέους, τουλάχιστον όχι προς το παρόν. Ακόμη και αν προκύψουν κάποιες απώλειες στο μέλλον, η πρόσθετη επιβάρυνση του δημόσιου χρέους θα είναι πιθανώς ένα μικρό μέρος των 2 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η κυβέρνηση δεν διαθέτει τον μηχανισμό για να παίρνει τις αποφάσεις ως προς το ποιες εταιρείες θα χρηματοδοτούνται και ποιες όχι. Και αν ακόμα διέθετε έναν τέτοιο μηχανισμό, θα μπορούσε εύκολα να δημιουργηθεί ζήτημα ηθικού κινδύνου. Ο ρόλος αυτός ανήκει στις τράπεζες, που διαθέτουν άφθονη ρευστότητα και είναι έτοιμες να χρηματοδοτήσουν την αγορά. Αυτό που μπορεί να κάνει η κυβέρνηση είναι να παρακολουθεί στενά την εφαρμογή αυτού του σχεδίου.
Ακόμη και με τα παραπάνω μέτρα, η πρόβλεψη για την κυπριακή οικονομία για το τρέχον έτος είναι αποθαρρυντική και ακολουθεί τις γραμμές που περιγράψαμε πιο πάνω για την παγκόσμια οικονομία. Πρέπει να αναμένουμε μια απότομη και βαθιά ύφεση, αύξηση της ανεργίας, σημαντικό δημοσιονομικό έλλειμμα και απότομη αύξηση του επιπέδου του δημόσιου χρέους. Ωστόσο, τα μέτρα είναι σημαντικά, έτσι ώστε, όταν η οικονομία αρχίσει και πάλι να λειτουργεί, η ανάκαμψη να έρθει ταχύτερα και να είναι πιο ισχυρή. Οι κυριότεροι τομείς που οδηγούν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας, ο τουρισμός, οι κατασκευές και η ναυτιλία, θα πληγούν σημαντικά, ενώ οι επιπτώσεις στον κλάδο των υπηρεσιών θα είναι πιθανώς λιγότερο σοβαρές.
Εξάλλου, οι κρίσεις φέρνουν μαζί τους και μερικές ευκαιρίες, όπως συμβαίνει πάντοτε. Για παράδειγμα, αυτή θα μπορούσε να είναι η κατάλληλη στιγμή για περαιτέρω ανάπτυξη άλλων υποσχόμενων βιομηχανιών, όπως είναι η εκπαίδευση ή η έρευνα και η καινοτομία. Αποτελεί επίσης ένα κάλεσμα αφύπνισης για να εξελίξει η Κύπρος την οικονομία της περισσότερο στον ψηφιακό τομέα, ώστε να αποτελέσει χώρα που θα βρίσκεται σε ανταγωνιστική θέση στην παγκόσμια οικονομία. Η κρίση έφερε στο προσκήνιο τις αδυναμίες μας σε αυτό τον τομέα, καθώς λίγοι οργανισμοί ήταν σε θέση να μεταβούν αμέσως σε απευθείας διαδικτυακή σύνδεση και να συνεχίσουν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Πολλοί οργανισμοί, όπως και ο δημόσιος τομέας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες ως προς την ικανότητά τους να λειτουργήσουν αποτελεσματικά σε αυτό το δύσκολο περιβάλλον.
Θα ήθελα, κλείνοντας, να πω ότι πρέπει να παραμείνουμε ήρεμοι. Δεν πρέπει να φεύγει ποτέ από το μυαλό μας ότι τελικά θα νικήσουμε αυτό τον ιό και ότι η οικονομία μας θα σταθεί στα πόδια της, και θα πρέπει όλοι από αυτή την κρίση να αντλήσουμε κάποια πολύτιμα διδάγματα σε κάθε επίπεδο (κυβέρνηση, εταιρείες, νοικοκυριά), ώστε να είμαστε πολύ πιο προετοιμασμένοι μελλοντικά.
*Ο Δρ Γιώργος Θεοχαρίδης είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο CIIM.