Του Ηλία Χατζηκουμή*
Με τον όρο αμυντική βιομηχανία εννοούμε όλες εκείνες τις οντότητες, κυρίως του ιδιωτικού τομέα, που δύνανται να εμπλακούν σε έργα και προγράμματα που σχετίζονται με την ανάπτυξη δυνατοτήτων (προϊόντων και διαδικασιών). Αυτές οι δυνατότητες μπορεί να προορίζονται καθαρά για αμυντικούς σκοπούς ή να έχουν διπλή χρήση, δηλαδή να αναπτύσσονται πρωτίστως για πολιτική εφαρμογή αλλά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν και για την άμυνα. Οι οντότητες αυτές μπορεί να είναι μεταξύ άλλων και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εταιρείες μεσαίας κεφαλαιοποίησης, νεοφυείς επιχειρήσεις, ακαδημαϊκά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα.
Πρωτίστως, η εγκαθίδρυση και διατήρηση μιας εγχώριας αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων που αφορούν την έρευνα και ανάπτυξη σε συγκεκριμένους τομείς άμυνας και ασφάλειας, ενισχύει σημαντικά την προσπάθεια για επιχειρησιακή αυτονομία και κάλυψη των αναγκών των ενόπλων δυνάμεων, αφού σε περιόδους κρίσης, επιστράτευσης ή πολέμου προσφέρονται περισσότερες επιλογές για να διασφαλιστεί η ταχεία και απρόσκοπτη λειτουργία της αλυσίδας εφοδιασμού σε υλικά, αναλώσιμα, εξαρτήματα και υπηρεσίες άμεσης συντήρησης και τεχνικής υποστήριξης, καθώς και η εκτέλεση των αναγκαίων έργων σε όλες τις περιπτώσεις εγκαίρως και υπό κάθε περίσταση.
Εντούτοις, παρόλο που οι κύριοι ενδιαφερόμενοι είναι οι ένοπλες δυνάμεις και το Υπουργείο Άμυνας, το θέμα της δημιουργίας εθνικής αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης αφορά γενικά και την ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα της κυπριακής οικονομίας, καθώς συνδέεται με το επίπεδο της εθνικής μας παραγωγικότητας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας. Είναι λάθος λοιπόν συνειρμικά να συνδέεται με το εκτόπισμα των ενόπλων δυνάμεων ή/και το επίπεδο της πολιτικής φιλοδοξίας για την εξέλιξη και το μέλλον τους. Η δημιουργία εθνικής αμυντικής βιομηχανικής και τεχνολογικής βάσης είναι μια επένδυση που θα αποφέρει σημαντικό όφελος και για το κράτος σε βάθος χρόνου, ανεξαρτήτως των πιο πάνω. Η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, των νεοφυών επιχειρήσεων, των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων και των ερευνητικών κέντρων, αλλά και η διευκόλυνση της πρόσβασής τους σε πηγές χρηματοδότησης, θα πρέπει να αποτελούν υψηλή προτεραιότητα.
Τα τελευταία χρόνια, αρκετές κυπριακές οντότητες του ιδιωτικού τομέα είχαν επιτυχίες συμμετέχοντας σε ευρωπαϊκά προγράμματα συνεργασίας. Η επιτυχία προήλθε περισσότερο από τις δικές τους προσπάθειες και λιγότερο από τη βοήθεια του κράτους. Η πρόθεση του κράτους για περαιτέρω ενίσχυση της καθοδήγησης, της συνδρομής και της συνεισφοράς στις προσπάθειες που γίνονται είναι δεδομένη. Το θέμα είναι πώς αυτή θα μπορούσε να υλοποιηθεί με μια σειρά από λογικά και συνεκτικά βήματα, που θα δημιουργήσουν τελικά μια ανθεκτική και βιώσιμη αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση.
Βήμα πρώτο
Το πρώτο βήμα θα μπορούσε να είναι ο καθορισμός Συνδέσμου Εθνικών Αμυντικών Βιομηχανιών (National Defence Industry Association – NDIA). Τον ρόλο του συνδέσμου μπορεί να διαδραματίσει μια υφιστάμενη βιομηχανική οντότητα (σύνδεσμος, ομοσπονδία, επιμελητήριο κλπ.) η οποία έχει ήδη δικά της μέλη ή μια εντελώς καινούργια οντότητα που θα δημιουργηθεί για τον σκοπό αυτό. Αυτός ο σύνδεσμος θα ενεργεί ως σημείο επαφής με τις εθνικές αμυντικές βιομηχανίες και ως πύλη εισόδου όλων των πληροφοριών που προέρχονται από το κράτος, τους συνδέσμους εθνικών αμυντικών βιομηχανιών άλλων κρατών, αλλά και από την Ε.Ε., διασφαλίζοντας ότι αυτές θα φτάσουν σε όλους τους εγγεγραμμένους αποδέκτες. Υπάρχει η δυνατότητα καθορισμού περισσοτέρων του ενός συνδέσμων, λαμβάνοντας υπόψη διαφορετικούς τομείς δραστηριοποίησης των μελών τους. Ενδεικτικά, αναφέρεται ότι Αυστρία, Τσεχία, Γερμανία, Εσθονία, Ελλάδα, Ισπανία, Ιταλία, Πολωνία και Πορτογαλία έχουν υποδείξει δύο οντότητες ως εθνικούς συνδέσμους και η Γαλλία τρεις. Ρόλος Συνδέσμου Εθνικών Αμυντικών Βιομηχανιών θα μπορούσε ενδεχομένως να αποδοθεί στο ΚΕΒΕ και στην ΟΕΒ, αξιοποιώντας ταυτόχρονα τις διασυνδέσεις που αυτές οι οντότητες έχουν ήδη αναπτύξει με διάφορους άλλους οργανισμούς στην Κύπρο και στο εξωτερικό.
Βήμα δεύτερο
Το δεύτερο βήμα θα μπορούσε να είναι η συγκρότηση Συμβουλίου Αμυντικής Έρευνας, Τεχνολογίας και Βιομηχανίας, ένα συμβούλιο του οποίου φυσικά θα προεδρεύει το Υπουργείο Άμυνας και σε αυτό θα συμμετέχουν εκπρόσωποι από όλους τους εμπλεκόμενους φορείς, συμπεριλαμβανομένων των ενόπλων δυνάμεων, της βιομηχανίας και των ακαδημαϊκών και ερευνητικών ιδρυμάτων και ινστιτούτων. Η απόφαση για τη συγκρότηση θα μπορούσε να ληφθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο κατόπιν εισήγησης του Υπουργού Άμυνας, με την οποία θα περιγράφονται οι βασικές ρυθμίσεις για τη διάρθρωση και λειτουργία αυτού του συμβουλίου. Παρόμοια προσέγγιση ακολούθησε πρόσφατα η Ελλάδα. Με την τροποποίηση υφιστάμενου νόμου, συγκρότησε το δικό της Συμβούλιο Αμυντικής Έρευνας, Τεχνολογίας και Βιομηχανίας, το οποίο συνήλθε στην πρώτη συνεδρία του μόλις φέτος τον Φεβρουάριο.
Βήμα τρίτο
Η πρώτη αποστολή που θα μπορούσε να ανατεθεί στο πιο πάνω συμβούλιο είναι ακριβώς αυτό που αποτελεί και το τρίτο σημαντικό βήμα, η εκπόνηση μιας Εθνικής Αμυντικής Βιομηχανικής Πολιτικής. Από τη μια πλευρά, η πολιτική θα πρέπει τουλάχιστον να περιγράφει τις προτεραιότητες των ενόπλων δυνάμεων και τους κρίσιμους τομείς στους οποίους θα πρέπει να εστιάσει η βιομηχανική δραστηριότητα, καθώς και εκείνους τους τεχνολογικούς τομείς που θα πρέπει να αναπτυχθούν εγχώρια και είναι απαραίτητοι για τις ένοπλες δυνάμεις. Από την άλλη, θα πρέπει να παραθέτει μέτρα και δράσεις που θα διασφαλίσουν τη βιωσιμότητα της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας αλλά και τη σταδιακή ενίσχυση και εξέλιξή της, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις, να ενισχύσει την παρουσία της στη διεθνή αγορά και να προσανατολιστεί παραγωγικά και με επιτυχία σε τεχνολογίες/προϊόντα αμυντικού ή διπλού χαρακτήρα. Η εκπόνηση μιας τέτοιας πολιτικής επιβάλλεται εν μέρει και στο πλαίσιο των δεσμεύσεων που έχουν αναληφθεί με τη συμμετοχή μας στη Μόνιμη Διαρθρωμένη Συνεργασία (PESCO).
Βήμα τέταρτο
Το τέταρτο βήμα θα μπορούσε να είναι η συγκρότηση Αμυντικού Συνεργατικού Σχηματισμού (Defence Cluster) που να αποτελείται από μέλη των Συνδέσμων Εθνικών Αμυντικών Βιομηχανιών. Μπορεί να συγκροτηθεί ένα cluster που να καλύπτει όλο το φάσμα των βιομηχανικών δραστηριοτήτων (π.χ. cluster για την άμυνα, το διάστημα και την ασφάλεια – defence, space and security cluster), αλλά μπορεί να υπάρχουν και περισσότερα clusters, το καθένα από τα οποία να καλύπτει συγκεκριμένο τομέα δραστηριοτήτων (π.χ. βιομηχανικό cluster καινοτομίας στον τομέα των διαστημικών τεχνολογιών και εφαρμογών, cluster στον τομέα της κυβερνοασφάλειας κλπ.). Αυτό που είναι ιδιαίτερα σημαντικό να συζητηθεί και να δρομολογηθεί ανάλογα είναι η φύση των όποιων clusters συγκροτηθούν. Αν η πρόθεση είναι τα clusters να είναι εικονικής φύσεως, τότε αρκεί να γίνει μια χαρτογράφηση των οντοτήτων που υπάρχουν στην Κύπρο και μετά η κατηγοριοποίησή τους. Αν όμως η πρόθεση είναι η συγκρότηση φυσικών/πραγματικών clusters όπως περιγράφονται στις οικονομικές επιστήμες, τότε τα οφέλη που θα προκύψουν είναι πολλαπλάσια. Τυχόν σχεδιασμός για τη δημιουργία ενός cluster και για την παροχή κινήτρων σε οντότητες προκειμένου να δραστηριοποιηθούν σε συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή που προορίζεται για ανάπτυξη, θα προσδώσει μεγάλη δυναμική στην αμυντική βιομηχανική και τεχνολογική βάση του νησιού μας. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα σε άλλες χώρες, όπου διευκολύνεται η μεταφορά μέρους των δραστηριοτήτων μεγάλων εταιρειών, κυρίως μέσω θυγατρικών, και η εγκατάστασή τους στις περιοχές-clusters που έχουν καθοριστεί. Αυτό ενισχύει τη συνεργασία με τις τοπικές οντότητες, την ανταλλαγή τεχνογνωσίας και την πρόσβαση σε κοινοπραξίες για την ανάληψη χρηματοδοτούμενων έργων. Ένα από τα παραδείγματα αυτά είναι η εταιρεία Thales που δραστηριοποιείται στην Ελλάδα και υποστηρίζει τοπικά clusters. Στην περίπτωση της Κύπρου, διαφαίνεται να υπάρχει ήδη ανάλογο ενδιαφέρον από εταιρείες κρατών μη μελών της Ε.Ε. Αξίζει να σημειωθεί ότι τα clusters υποστηρίζονται και από ευρωπαϊκή χρηματοδότηση. Τέλος, πρόνοιες για συνεργασία στους πιο πάνω τομείς θα μπορούσαν να συζητηθούν και να συμπεριληφθούν σε συμφωνίες αμυντικής συνεργασίας που υπογράφονται με άλλα κράτη.
Μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, είναι δυνατόν να υλοποιηθούν και άλλα σημαντικά βήματα, όπως για παράδειγμα η δημιουργία ενός ινστιτούτου αμυντικής τεχνολογίας που να υπάγεται απευθείας στο Υπουργείο Άμυνας, στο πρότυπο αυτού που υπάρχει στη Βουλγαρία. Το κοινό χαρακτηριστικό όμως των βημάτων που περιγράφονται πιο πάνω είναι πως στην πλειοψηφία τους έχουν κυρίως βραχυπρόθεσμο ορίζοντα και μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς κόστος, διασφαλίζοντας τον συντονισμό όλων των ενδιαφερομένων και όλων των εμπλεκομένων, τη συνεκτικότητα με τις γενικότερες πολιτικές και στρατηγικές του κράτους, τη διαφάνεια, την αποφυγή κινδύνων για τυχόν σύγκρουση συμφερόντων και την προώθηση της σωστής πληροφόρησης έγκαιρα στους σωστούς αποδέκτες.
*Μέλους του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Σπουδών, ειδικού σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής άμυνας και ασφάλειας