Της Dr. Jonilda Kushta
Ερευνήτρια Κέντρου Έρευνας Ενέργειας, Περιβάλλοντος και Νερού Ινστιτούτου Κύπρου
Στα μεγάλα αστικά κέντρα το μεγαλύτερο πρόβλημα οφείλεται στις μεταφορές ενώ η σημαντικότερη βιομηχανική πηγή ατμοσφαιρικής ρύπανσης είναι η παραγωγή ενέργειας. Η ατμοσφαιρική ρύπανση λόγω της κατανάλωσης συμβατικών (κυρίως ορυκτών καυσίμων), και οι συνεχώς αυξανόμενες απαιτήσεις για παραγωγή ενέργειας για την κάλυψη των σύγχρονων αναγκών, έχει ενταχθεί κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών με αισθητές επιπτώσεις στα οικοσυστήματα και την ανθρώπινη υγεία.
Στην Ευρώπη παρουσιάζονται συχνά υπερβάσεις στα πρότυπα ποιότητας του αέρα σχετικά με τους κύριους ρύπους που ενέχουν σοβαρούς κινδύνους για την υγεία (όζον, διοξείδιο του αζώτου και αιωρούμενα σωματίδια) κυρίως σε πυκνο-κατοικημένες περιοχές όπως οι πόλεις. Περίπου 90% του ευρωπαϊκού αστικού πληθυσμού εκτίθεται σε συγκεντρώσεις ρύπων που υπερβαίνουν τα όρια ποιότητας του αέρα τα οποία κρίνονται επιβλαβή για την ανθρώπινη υγεία. Η μακροχρόνια και οξεία έκθεση σε αυτούς τους ρύπους ενδέχεται να προκαλέσει επιπτώσεις για την υγεία, που ποικίλουν από προσβολή του αναπνευστικού συστήματος έως πρόωρο θάνατο. Παραδείγματος χάριν, τα λεπτόκοκκα αιωρούμενα σωματίδια (σωματίδια με διάμετρο μικρότερο από 2.5 μm) έχει υπολογιστεί ότι μειώνουν το προσδόκιμο ζωής στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) κατά περισσότερο από οχτώ μήνες.
Η ατμοσφαιρική ρύπανση καταστρέφει επίσης το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα. Η όξυνση, ένα φαινόμενο που επηρεάζει ευαίσθητα οικοσυστήματα που έχουν υποστεί όξινες εναποθέσεις πλεονάζοντος θείου και αζωτούχων ενώσεων, και ο ευτροφισμός, ένα περιβαλλοντικό πρόβλημα που οφείλεται στην απόρριψη πλεοναζόντων θρεπτικών στοιχείων στα οικοσυστήματα, παραμένουν σημαντικά ζητήματα. Αυτά τα φαινόμενα επηρεάζουν και τα φυσικά οικοσυστήματα αλλά και καλλιέργειες γεωργικών περιοχών, ιδιαίτερα στη νότια, κεντρική και ανατολική Ευρώπη. Οι περισσότερες γεωργικές καλλιέργειες εκτίθενται σε επίπεδα όζοντος που υπερβαίνουν τον μακροπρόθεσμο στόχο της ΕΕ για την προστασία της βλάστησης.
Υπάρχουν διάφορες πηγές ατμοσφαιρικής ρύπανσης ανθρωπογενούς προέλευσης όπως η καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, οι μεταφορές, η βιομηχανία και τα νοικοκυριά, βιομηχανικές διεργασίες και χρήση διαλυτών σε βιομηχανίες χημικών και ορυκτών, γεωργία, διαχείριση αποβλήτων και εκπομπές πτητικών οργανικών ενώσεων από εργοστάσια. Ειδικά σε περιοχές όπως η Μεσόγειος το πρόβλημα εντείνεται λόγω φυσικών πηγών εκπομπών όπως η έκκληση σωματιδίων θαλάσσιου άλατος και σωματιδίων ερημικής σκόνης, φαινόμενα που μπορεί να ενταχθούν λόγω ερημοποίησης μεγάλων εκτάσεων οφειλόμενες στην κλιματική αλλαγή (υψηλότερες θερμοκρασίες και λιγότερη βροχόπτωση) αλλά και γεωπολιτικών παραγόντων (εγκατάλειψη γεωργίας και καλλιεργειών λόγω μετακίνησης ανθρώπινου πληθυσμού) είτε λόγω ένοπλων συγκρούσεων είτε λόγω κλιματικής αλλαγής.
Η ΕΕ ήδη δρα σε πολλά επίπεδα για τη μείωση τόσο της ατμοσφαιρικής όσο και της έκθεσης σε αυτή με πληθώρα νομοθετικών οργάνων, διακρατικών συνεργασιών αλλά και μέσω ενημέρωσης και δράσεων διεθνών, εθνικών, περιφερειακών αρχών και μη κυβερνητικών οργανισμών, καθώς και μέσω της έρευνας. Η δημιουργία και λειτουργία του κέντρου δεδομένων για την ατμοσφαιρική ρύπανσης της ΕΕ, Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος (ΕΟΠ), αποτελεί ένα σημαντικό βήμα προς την εφαρμογή της σχετικής νομοθεσίας της ΕΕ καθώς επίσης και την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των πολιτικών της ΕΕ και πιθανών βελτιώσεων στην ευρωπαϊκή στρατηγική εστιάζοντας στην ενέργεια, τις μεταφορές και τη βιομηχανία.
Ως αποτέλεσμα, στην Ευρώπη, οι εκπομπές πολλών ατμοσφαιρικών ρύπων έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Παρόλο όμως τις μειώσεις στους ρυθμούς ανθρωπογενών εκπομπών ατμοσφαιρικών ρύπων η ποιότητα του αέρα της Ευρώπης δεν βελτιώνεται με τον ίδιο ρυθμό. Το εν λόγω φαινόμενο είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων παραμέτρων, κυριότεροι εκ των οποίων είναι η απουσία γραμμικής σχέση ανάμεσα στις μειωμένες εκπομπές και τις συγκεντρώσεις ατμοσφαιρικών ρύπων στον αέρα και η μεταφορά ατμοσφαιρικών ρύπων σε μεγάλη απόσταση από άλλες χώρες του βόρειου ημισφαιρίου στην Ευρώπη καθώς και από την βόρεια και ανατολική Ευρώπη προς τις νότιες και νοτιοανατολικές περιοχές.
Ως εκ τούτου ούτε το ίδιο το πρόβλημα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης ούτε οι στρατηγικές αντιμετώπισής της μπορούν να προσεγγίζονται με δράσεις τοπικού χαρακτήρα. Tα παραπάνω στοιχεία συνηγορούν υπέρ μιας φιλόδοξης, δραστήριας και πρωτοποριακής νομοθετικής και τεχνολογικής ευρωπαϊκής και παγκόσμιας αντίδρασης, που δεν περιορίζεται στις τρέχουσες νομοθετικές ρυθμίσεις και υποστηρίζεται μέσω μαζικών ιδιωτικών και κρατικών επενδύσεων, με απώτερο στόχο μια αειφόρο πορεία όπου η οικονομική ανάπτυξη δεν υπονομεύει ούτε απειλεί το περιβάλλον και την βιωσιμότητα. Οι λύσεις και οι δράσεις πίσω από την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης μπορούν να δημιουργήσουν επίσης προοπτικές ανάπτυξης και ευημερίας στις υπανάπτυκτες οικονομίες που βιώνουν αυτή τη στιγμή τις μεγαλύτερες επιπτώσεις λόγω των ακραίων καιρικών συνθηκών και σχετικές κοινωνικοοικονομικές απώλειες.
Η Dr. Jonilda Kushta θα αναλύσει το θέμα της ατμοσφαιρικής ρύπανσης σε ανοικτή για το κοινό διάλεξη, στη διάρκεια του Φεστιβάλ Επιστήμης “SCYENCE Fair” που διοργανώνει το Ινστιτούτο Κύπρου στις 15 και 16 Μαρτίου.