Του Ιωάννη Σιδηρόπουλου*
Καθώς η Γερμανία αποτελεί για το μεγαλύτερο μέρος της μεταπολεμικής περιόδου έναν από τους βασικούς πυλώνες της οικονομίας της Ευρώπης, είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι μόλις πριν από τριανταπέντε χρόνια, ήταν ένα διχασμένο έθνος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, χωρισμένο με συρματοπλέγματα, και φρουρούμενο σε κάθε πλευρά τους από τους πιο ισχυρούς στρατούς που γνώρισε ποτέ ο κόσμος, αυτών του ΝΑΤΟ και του Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και η επακόλουθη επανένωση της Γερμανίας το 1990 σηματοδότησε μια ιστορική στιγμή, όχι μόνο πολιτικά αλλά και οικονομικά. Ωστόσο, η διαδικασία επανένωσης δεν ήταν χωρίς προκλήσεις, ιδιαίτερα λαμβάνοντας υπόψη τα επιμέρους χαρακτηριστικά των οικονομιών των δύο Γερμανιών.
Το οικονομικό χάσμα
Η ελεγχόμενη από την ΕΣΣΔ Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ), η κρατική οντότητα της Ανατολικής Γερμανίας, ήταν μια κομμουνιστική χώρα. Η κρατική ιδιοκτησία των επιχειρήσεων και ο κεντρικός σχεδιασμός ήταν τα κύρια στοιχεία του οικονομικού μοντέλου. Αυτό βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με την προσανατολισμένη στην ελεύθερη αγορά οικονομία της Δυτικής Γερμανίας, η οποία επέδειξε εντυπωσιακές προόδους, αναπτυσσόμενη υπό από τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού και των νόμων της αγοράς. Ενώ η ισχυρή εκβιομηχάνιση, η τεχνολογική πρόοδος και το υψηλό βιοτικό επίπεδο ήταν η πραγματικότητα στη Δύση, η Ανατολική Γερμανία υστερούσε όσον αφορά την παραγωγικότητα, τις υποδομές και την καινοτομία. Η κληρονομιά του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και η επακόλουθη διαίρεση της Γερμανίας είχαν αφήσει την ΛΔΓ σε οικονομικά μειονεκτική θέση. Λόγω πολιτικών αποφάσεων, η χώρα δεν συμμετείχε στο Σχέδιο Μάρσαλ και οι Σοβιετικοί κατέσχεσαν τεράστιο αριθμό περιουσιακών στοιχείων και βιομηχανικών υποδομών, μεταφέροντας ολόκληρα εργοστάσια στην ΕΣΣΔ ως πολεμικές αποζημιώσεις. Επιπλέον, το εργατικό δυναμικό ήταν ανεπαρκώς εκπαιδευμένο και εξοπλισμένο για να λειτουργήσει ανταγωνιστικά, και μάλιστα, κατά περιόδους, στερείτο και των στοιχειωδών πόρων επιβίωσης, κάτι που προκάλεσε και την εξέγερση των εργατών το 1953.
Ο αγώνας για την επανένωση
Η διαδικασία επανένωσης συνεπαγόταν μεγάλες προκλήσεις. Το σοκ της μετάβασης από μια κεντρικά σχεδιασμένη σε μια οικονομία της αγοράς ήταν ισχυρό, οδηγώντας σε κοινωνική αποδιάρθρωση και στην απογοήτευση πολλών Ανατολικογερμανών που βρέθηκαν περιθωριοποιημένοι στη νέα οικονομική τάξη πραγμάτων. Ενώ είναι αλήθεια ότι εισέρρευσε μεγάλος όγκος δυτικογερμανικού κεφαλαίου στην Ανατολή τα πρώτα χρόνια, με στόχο την ανάταξη της οικονομίας, δεν αποφεύχθηκε η εκτεταμένη ανεργία καθώς οι αναποτελεσματικές ανατολικογερμανικές κρατικές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να ανταγωνιστούν τις δυτικές αντίστοιχές τους και σύντομα κατέρρευσαν (εμβληματικά παραδείγματα, ο εθνικός αερομεταφορέας Interflug και η αυτοκινητοβιομηχανία Wartburg). Παρά τις αρχικές αποτυχίες, όμως, η Γερμανία έκανε σημαντικά βήματα κατά την ενοποίηση των δύο οικονομιών. Τα τεράστια έργα υποδομής βοήθησαν να γεφυρωθεί το χάσμα, ενώ οι επενδύσεις στην εκπαίδευση και την επαγγελματική κατάρτιση κατάφεραν να παράσχουν στο εργατικό δυναμικό της Ανατολικής Γερμανίας τις δεξιότητες που απαιτούνται για να επιβιώσει στο σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον. Ωστόσο, η γενικότερη διαδικασία σύγκλισης υπήρξε προβληματική και ημιτελής.
Ο ρόλος στη σημερινή οικονομική κρίση
Καθώς η Γερμανία αντιμετωπίζει τις προκλήσεις της οικονομίας του 21ου αιώνα, η κληρονομιά της επανένωσης επανεμφανίζεται όλο και περισσότερο στη δημόσια συζήτηση. Ενώ η διαδικασία της ενοποίησης έθεσε τις βάσεις για την οικονομική ολοκλήρωση, αποκάλυψε επίσης βαθιές διαρθρωτικές ανισορροπίες που συνεχίζουν να επηρεάζουν τις οικονομικές επιδόσεις της Γερμανίας. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 αλλα και οι συνέπειες του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία (με τις κυρώσεις και όλη τη διατάραξη των αλυσίδων εφοδιασμού και των τιμών της ενέργειας που αυτός επέφερε) ανέδειξαν ακόμα περισσότερο ορισμένα από αυτά τα τρωτά σημεία. Οι υφεσιακές συνθήκες που επικρατούν στην γερμανική οικονομία τον τελευταίο χρόνο οφείλονται, μεταξύ άλλων, σε ζητήματα αναιμικής ανταγωνιστικότητας και υστέρησης στην καινοτομία. Η ανατολικογερμανική κληρονομιά δεν επιδρά, βεβαίως, σ’ αυτά, πρωτογενώς, αλλά εξ αντανακλάσεως.
Η επιπτώσεις της ενοποίησης της Δυτικής και της Ανατολικής Γερμανίας συνδέονται περίπλοκα με τα σημερινά οικονομικά προβλήματα. Στον στενά οικονομικό τομέα, οι περιφέρειες της Ανατολικής Γερμανίας, που εξακολουθούν να παλεύουν με τις προκλήσεις της αποβιομηχάνισης και της οικονομικής αναδιάρθρωσης, έχουν πληγεί ιδιαίτερα από την ύφεση αλλα και την επιτείνουν με τη σειρά τους. Παρά τις σημαντικές επενδύσεις στην Ανατολή, οι οικονομικές ανισότητες εξακολουθούν να υφίστανται, οδηγώντας έτσι σε άνιση ανάπτυξη και κενά παραγωγικότητας μεταξύ των περιφερειών. Ακόμα, το κόστος της ενοποίησης προκάλεσε και συνεχίζει να προκαλεί αύξηση του ομοσπονδιακού δημόσιου χρέους.
Σε δημογραφικό/κοινωνικό επίπεδο, οι αλλαγές που προκύπτουν ακόμα και σήμερα από την ενοποίηση, όπως η μετανάστευση από την Ανατολή στη Δύση και η γήρανση του πληθυσμού, έχουν οδηγήσει σε ελλείψεις εργατικού δυναμικού και αυξημένη πίεση στα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης. Η Επιπρόσθετη Επιβάρυνση Αλληλεγγύης, ένας φόρος που εισήχθη για τη χρηματοδότηση του κόστους της ενοποίησης, αντανακλά τις συνεχιζόμενες δημοσιονομικές επιπτώσεις. Η προβληματική κοινωνική ένταξη των Ανατολικογερμανών ήταν μια πολύπλοκη διαδικασία, που συνεχίζει να επηρεάζει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην περιοχή αυτή και άρα και την εγχώρια ζήτηση (στοιχεία ζωτικής σημασίας για την οικονομική σταθερότητα). Τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και οι στάσιμοι μισθοί επιδείνωσαν τις κοινωνικές τριβές και συνεχίζουν να τροφοδοτούν τη δυσαρέσκεια σε αυτές τις περιοχές.
Στο βιομηχανικό τομέα, η παραγωγή της Ανατολικής Γερμανίας ήταν σε μεγάλο βαθμό ξεπερασμένη και μη ανταγωνιστική, απαιτώντας μαζική αναδιάρθρωση. Αυτό είχε μακροπρόθεσμες επιπτώσεις στη βιομηχανική σύνθεση και στα πρότυπα απασχόλησης μετά την ενοποίηση. Η ανάγκη για εκσυγχρονισμό στην Ανατολή έστρεψε τις επενδύσεις στις υποδομές και την τεχνολογία της, αλλά ταυτόχρονα απετέλεσε και περισπασμό. Η σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία απαιτεί συνεχή επιδίωξη της τεχνολογικής πρωτοπορίας και επενδύσεις, τομείς όπου η Γερμανία αντιμετωπίζει προκλήσεις, ιδιαίτερα στην ψηφιοποίηση και στον ενεργειακό τομέα, οι οποίες σε κάποιο σημαντικό βαθμό οφείλονται και στο ότι κονδύλια και προσοχή στράφηκαν στον εκσυγχρονισμό της Ανατολής και όχι στην προσέγγιση της γενικής/παγκόσμιας στάθμης της καινοτομίας. Τέλος, η ενοποίηση επιτάχυνε την ενεργειακή μετάβαση της Γερμανίας, αλλά η τρέχουσα ενεργειακή κρίση, υπογραμμίζει τις προκλήσεις όσον αφορά την εξασφάλιση του ενεργειακού εφοδιασμού, τη μετάβαση στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τη προβληματική ενεργειακή υποδομή στα ανατολικά.
Συμπέρασμα
Εν μέσω των οικονομικών προκλήσεων της τρίτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, η κληρονομιά της επανένωσης χρησιμεύει ως υπενθύμιση της πολυπλοκότητας της σύγκλισης και της ενοποίησης προηγουμένως αποκλινόντων οικονομικών συστημάτων και πραγματικοτήτων. Ενώ έχει σημειωθεί σημαντική πρόοδος στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η διαδικασία της οικονομικής εξίσωσης παραμένει σε εξέλιξη. Η αντιμετώπιση των επίμονων διαφορών θα απαιτήσει συνεχείς επενδύσεις σε υποδομές και εκπαίδευση. Επιπλέον, η προώθηση μιας κουλτούρας επιχειρηματικότητας και καινοτομίας στην πρώην ΛΔΓ είναι ζωτικής σημασίας για την πλήρη απελευθέρωση του οικονομικού δυναμικού της. Το ταξίδι προς την πλήρη οικονομική ολοκλήρωση είναι μακρύ και επίπονο, αντικατοπτρίζοντας αντίστοιχες ανησυχίες και επιδιώξεις και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ιδίως στα ανατολικά. Είναι απαραίτητο για τη Γερμανία να αντιμετωπίσει τις προκλήσεις κατά μέτωπο, αξιοποιώντας τα ταλέντα και τις δεξιότητες όλων των πολιτών της προς εξασφαλιση ενός ευημερούντος μέλλοντος για το έθνος αλλά και για όλη την Ευρώπη.
* LL.M, δικηγόρος, Non-resident Fellow, Διπλωματική Ακαδημία Πανεπιστημίου Λευκωσίας