Του Ανδρέα Θεοφάνους*
Το σοβαρό πρόβλημα των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών συνιστά μια πολυδιάστατη πρόκληση με ευρύτερες προεκτάσεις ενόσω οι πολιτικές που υιοθετούνται περιορίζονται σε διαχειριστικές λύσεις και δεν αγγίζουν την ουσία της κρίσης. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη μετακίνηση πληθυσμού από μια περιοχή προς άλλη, χωρίς προηγούμενο στην ιστορία.
Αναπόφευκτα, ζητήματα αυτού του μεγέθους επηρεάζουν και το πολιτικό γίγνεσθαι της ΕΕ τόσο σε εθνικό όσο και στο ευρύτερο κοινοτικό επίπεδο. Το γεγονός ότι μεγάλες ομάδες μεταναστών δεν ενσωματώνονται στις κοινωνίες όπου ζουν δημιούργησε σοβαρά προβλήματα τα οποία με τη σειρά τους έχουν ενισχύσει τα ακροδεξιά πολιτικά ρεύματα. Σε πολλές χώρες της ΕΕ, ιδίως ενόψει των Ευρωεκλογών, η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση αναδεικνύεται ως ένα πολύ σημαντικό ζήτημα που θα επηρεάσει την ψήφο χιλιάδων πολιτών.
Η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση αποτέλεσε το θέμα εκδήλωσης που διοργάνωσε το Κυπριακό Κέντρο Ευρωπαϊκών και Διεθνών Υποθέσεων στις 14 Μαΐου, με ομιλητές τον Υπουργό Εσωτερικών Κωνσταντίνο Πετρίδη και τον τέως Υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής της Ελλάδας Ιωάννη Μουζάλα. Οι εισηγήσεις των δύο Υπουργών ήταν πολύ ενδιαφέρουσες και ενημερωτικές. Ο κ. Πετρίδης υπογράμμισε, μεταξύ άλλων, ότι η Κύπρος είναι η πρώτη χώρα κατ’ αναλογία πληθυσμού σε αριθμό αιτήσεων πολιτικού ασύλου, ενώ ο κ. Μουζάλας αξιολογώντας το μέγεθος και τις διαστάσεις των προκλήσεων τόνισε ότι οι λύσεις δεν μπορεί να είναι μόνο εθνικές αλλά αντίθετα θα πρέπει να είναι ευρωπαϊκές. Ένα ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η ΕΕ τελικά θα καταλήξει σε μια τέτοια ολοκληρωμένη πολιτική όπου όλες οι χώρες θα επωμισθούν ισότιμα τα βάρη και τις ευθύνες που προκύπτουν.
Η Ελλάδα δέχεται ένα τεράστιο μεταναστευτικό και προσφυγικό κύμα και βιώνει καθημερινά τα σοβαρά προβλήματα, τα οποία δεν κατανέμονται ισότιμα στις χώρες μέλη της ΕΕ. Η προσφυγική και μεταναστευτική κρίση επηρεάζει επίσης τη χώρα μας και δεν είναι υπερβολή να λεχθεί ότι η Τουρκία διεξάγει ένα υβριδικό πόλεμο εις βάρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος καλείται αφ’ ενός να ακολουθήσει μια πολιτική ενσωμάτωσης και αφ’ ετέρου να εξετάσει διάφορους τρόπους μείωσης των προσφυγικών και παράνομων μεταναστευτικών ροών. Σε σχέση με τη μετανάστευση είναι επίσης σημαντικό όπως οι εξελίξεις λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια της στοχευμένης πολιτικής του κράτους.
Τα τελευταία χρόνια η ΕΕ έχει ενισχύσει τις δράσεις της για αντιμετώπιση του φαινομένου μέσω της υιοθέτησης της Ευρωπαϊκής Ατζέντας για τη Μετανάστευση, η οποία εμπεριέχει 4 διαστάσεις:
- έκτακτη ενίσχυση σε χώρες-μέλη της ΕΕ
- παροχή ανθρωπιστικής χρηματοδότησης σε χώρες διέλευσης
- αξιοποίηση του Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας της ΕΕ
- κλιμάκωση της ανθρωπιστικής βοήθειας για μείζονες κρίσεις.
Παρ’ όλο που υπήρξε βελτίωση στην αντιμετώπιση της κρίσης, απαιτείται μεγαλύτερη δέσμευση εκ μέρους της ΕΕ και των κρατών μελών της. Στην πράξη δεν υφίσταται μια ολοκληρωμένη πολιτική, αλλά συμπληρωματικές ή ακόμα και αποσπασματικές δράσεις. Οι επί μέρους προσεγγίσεις των κρατών μελών δεν είναι ταυτόσημες. Ως εκ τούτου υπάρχουν πρακτικές δυσκολίες στην προώθηση μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής πολιτικής στα ζητήματα αυτά. Θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Τουρκία έχει εξασφαλίσει σημαντικό ρόλο μέσω αυτών των διαδικασιών. Αυτό όμως εμπεριέχει υψηλό ρίσκο, αφού ουσιαστικά η ΕΕ εκχωρεί στην Άγκυρα ένα μοχλό άσκησης πίεσης έναντί της.
Τα θέματα αυτά είναι εξαιρετικά επίκαιρα καθώς απασχολούν όχι μόνο την Κύπρο, την Ελλάδα, την ΕΕ αλλά και την ευρύτερη διεθνή κοινότητα. Οι μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές στην Ευρώπη έχουν φθάσει σε υψηλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια και θέτουν υπό δοκιμασία τις πολιτικές, τις διαδικασίες αλλά και τις αντοχές αρκετών κρατών μελών, καθώς και της ίδιας της Ένωσης. Το χειρότερο είναι ότι η κρίση αυτή κτίζει ξανά εθνικά σύνορα και τείχη και υποσκάπτει βασικές αρχές και θεσμούς της ΕΕ.
Ενώ υιοθετούνται διάφορες δράσεις είναι πολύ σημαντικό να υπάρξει ο ανάλογος προβληματισμός για πολιτικές που θα μειώσουν αποφασιστικά τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές. Υψίστης σημασίας είναι μια ολοκληρωμένη πολιτική η οποία τελικά να οδηγήσει στη διευθέτηση των σοβαρών προβλημάτων που ταλανίζουν την ευρύτερη Μέση Ανατολή καθώς και την Αφρική. Παράλληλα, είναι καθοριστικής σημασίας η δημιουργία συνθηκών βιώσιμης ανάπτυξης. Σε αυτούς τους στόχους θα πρέπει να δοθεί μεγαλύτερη βαρύτητα από την ΕΕ σε συνεργασία με άλλες δυνάμεις. Προφανώς η υλοποίηση των υψηλών αυτών στόχων είναι εξαιρετικά δύσκολη. Όμως από τη στιγμή που θα υιοθετηθεί μια τέτοια πολιτική με συγκεκριμένο οδικό χάρτη θα υπάρξει θετική διαφοροποίηση των δεδομένων.