Τουρκική λίρα στην Συρία - Deja vu με την Κύπρο

Η νομισματική κίνηση της Τουρκίας στη Συρία είναι απλή προσπάθεια προπαγάνδας ή ένα καίριο βήμα προς την προσάρτηση;

Του Ξένιου Μεσαρίτη

Εκμεταλλευόμενη την κρίση του συριακού νομίσματος, η Τουρκία άρχισε να «ξεφορτώνει» τουρκικές λίρες στους υπό την κατοχή της βόρειους θύλακες, όπως και στο Ιντλίμπ, όπου διαθέτει βαριά στρατιωτική παρουσία και το οποίο είναι ελεγχόμενο από τους προς την Τουρκία φιλικά προσκείμενους αντάρτες και τζιχαντιστικές ομάδες.

Η «ελεύθερη πτώση» της συριακής λίρας, λόγω και των νέων αμερικανικών κυρώσεων με την ονομασία «κυρώσεις του Καίσαρα» (Ceasar’s Sanctions), προκάλεσε εξελίξεις που απειλούν με οικονομική αποκοπή της βόρειας Συρίας από τη Δαμασκό. Η νέα τουρκική εισβολή, με όπλο την επίσης προβληματική τουρκική λίρα, υποδεικνύει την αυξανόμενη επιρροή της Τουρκίας στα κατεχόμενα συριακά εδάφη μετά την πρώτη εισβολή στη Συρία το 2016.

Η συριακή λίρα υποφέρει από τον 10χρονο πόλεμο

Η πορεία της συριακής λίρας σημειώνει κατρακύλα, η οποία δεν έχει ιστορικό προηγούμενο. Το 2011, κατά την έναρξη του εμφυλίου πολέμου, τύγχανε διαπραγμάτευσης που αντιστοιχούσε στις 63 λίρες ανά δολάριο. Τον Ιανουάριο του 2020, η συναλλαγματική ισοτιμία ήταν στις 940 συριακές λίρες ανά δολάριο, ενώ σήμερα, λόγω των εντατικοποιημένων αμερικανικών κυρώσεων, ξεπερνά τις 3.000 συριακές λίρες ανά δολάριο.

Η Elizabeth Tsurkov, ακόλουθος του Ινστιτούτου Έρευνας Εξωτερικής Πολιτικής στη Δαμασκό, αναφέρει ότι οι τιμές των προϊόντων στη Συρία, ακόμα και αυτών που παράγονται στην περιοχή, αυξάνονται παράλληλα με τη συναλλαγματική ισοτιμία. «Ο πληθωρισμός είναι τόσο επιθετικός που οι τιμές το πρωί είναι διαφορετικές από αυτές που αντιμετωπίζαμε το προηγούμενο βράδυ», σημειώνει. Σε διαφορετικά σημεία της χώρας παρατηρεί ότι οι τιμές αγαθών πρώτης ανάγκης έχουν διπλασιαστεί. Η Συρία πλέον μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ανάμεσα σε ένα μικρό γκρουπ χωρών στην ιστορία που έχουν βιώσει τον υπερπληθωρισμό.

Οι «κυρώσεις του Καίσαρα»

Το Σχέδιο Προστασίας των Σύριων Πολιτών Καίσαρας, όπως αναφέρεται στα έγγραφα των ΗΠΑ, πήρε το όνομά του από το ψευδώνυμο ενός στρατιωτικού φωτογράφου ο οποίος μετέφερε λαθραία 55.000 εικόνες από τη Συρία που έδειχναν βασανιστήρια στις φυλακές του Άσαντ. Σε αντίθεση με τις προηγούμενες κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ε.Ε., το νέο σχέδιο, το οποίο τέθηκε αρχικά σε εφαρμογή στις 20 Δεκεμβρίου 2019, στοχεύει τους υποστηρικτές της συριακής κυβέρνησης εκτός της επικράτειας. Έχει ως στόχο να αποτρέψει οποιαδήποτε χρηματοδότηση και οικονομικούς δεσμούς προς τη Δαμασκό που σχετίζονται με τον τραπεζικό τομέα, τις επιχειρήσεις και την πολιτική. Το σχέδιο του Καίσαρα επεκτείνει και γεωγραφικά το πλάνο δράσης του και στις γειτονικές πρωτεύουσες, στα κράτη του Κόλπου και στην Ευρώπη, που διατηρούν οικονομικούς δεσμούς με τη Δαμασκό. Από τις 17 Ιουνίου, ιδρύματα, επιχειρήσεις ή αξιωματούχοι που χρηματοδοτούν την κυβέρνηση του Μπασάρ αλ-Άσαντ ενδέχεται να υπόκεινται σε ταξιδιωτικές απαγορεύσεις, να μην έχουν πρόσβαση στην αγορά κεφαλαίων και να αντιμετωπίζουν άλλες κυρώσεις, συμπεριλαμβανομένης της σύλληψης.

Όπως αναφέρει η Guardian, o Ιμπραΐμ Ολάμπι, Βρετανός δικηγόρος και ιδρυτής του Προγράμματος Νομικής Ανάπτυξης της Συρίας, μιας οργάνωσης που εργάζεται για την επιβολή των κυρώσεων, δήλωσε ότι ακόμη και μεταξύ ορισμένων υποστηρικτών του σχεδίου υπάρχουν αυξανόμενες ανησυχίες ότι μια προσέγγιση του «οτιδήποτε χρειαστεί να γίνει θα γίνει» θα μπορούσε να επισκιάσει τις αρχικές επιδιώξεις του σχεδίου. Ανέφερε επίσης ότι οι προηγούμενες κυρώσεις των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είχαν μια πιο περιορισμένη εντολή, με πιο ήπιες συνέπειες και για τον ντόπιο πληθυσμό.

Πώς επιτυγχάνεται η νομισματική εισβολή;

Η Άγκυρα προσπαθεί να επιβάλει τα γεωπολιτικά της σχέδια στην περιοχή, χρησιμοποιώντας τη νομισματική κρίση ως ευκαιρία. Όπως αναφέρει το ειδησεογραφικό πρακτορείο BBC, η χρήση της τουρκικής λίρας στα κατεχόμενα εδάφη της Συρίας δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο για τους κατοίκους της περιοχής, αφού οι μισθοφόροι αντάρτες από την αρχή των επιχειρήσεων της Τουρκίας στην περιοχή πληρώνονταν σε τουρκικές λίρες και ως εκ τούτου τις χρησιμοποιούσαν στις συναλλαγές τους. Η Τουρκία, παράλληλα, έχει προβεί σε κινήσεις για εδραίωσή της στα εδάφη που έχει υπό τον έλεγχό της, όπως η εκπαίδευση τοπικών αστυνομικών δυνάμεων, η δημιουργία πανεπιστημιακών σχολών συνδεδεμένων με τουρκικά πανεπιστήμια, αλλά και το άνοιγμα σχολείου στο Ιντλίμπ, στο οποίο δόθηκε το όνομα του τελευταίου Οθωμανού σουλτάνου.

Αξιοσημείωτο είναι το ότι το 2018 έκλεισαν 100 χρόνια από την αποχώρηση των οθωμανικών στρατευμάτων από τη Δαμασκό και την εισαγωγή του συριακού νομίσματος, που είχε ταυτιστεί με την κοινή συριακή ταυτότητα των κατοίκων της περιοχής. Από το 2018, η ταχυδρομική υπηρεσία της Τουρκίας άνοιξε 11 καταστήματα σε κεντρικές πόλεις στην κατεχόμενη βόρεια Συρία. Σε ανακοίνωσή τους στις 11 Ιουνίου, τα Ηνωμένα Έθνη σημείωσαν ότι μια «μεγάλη αποστολή τουρκικού συναλλάγματος» είχε εισέλθει στο Ιντλίμπ, που μετέφερε νομίσματα και χαρτονομίσματα των 5, 10 και 20 τουρκικών λιρών.

Ο Αμπντουλάχ Ραχμάν Μουσταφά, επικεφαλής της προσωρινής συριακής κυβέρνησης, ο οποίος υποστηρίζεται από τον Ερντογάν και εδρεύει στην Τουρκία, δήλωσε, την ίδια μέρα, ότι μικρά τραπεζογραμμάτια τουρκικής λίρας τέθηκαν σε κυκλοφορία μέσω υποκαταστημάτων της τουρκικής ταχυδρομικής υπηρεσίας που λειτουργεί στη βόρεια Συρία. Σύμφωνα με τον Μουσταφά, «τα βασικά είδη διατροφής και τα καύσιμα έχουν τιμολογηθεί σε τουρκικές λίρες. Οι δημόσιοι υπάλληλοι λαμβάνουν επίσης τους μισθούς τους σε τουρκικές λίρες. Ορισμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις στην περιοχή έχουν επίσης αρχίσει να πληρώνουν μισθούς σε τουρκικές λίρες». Εμπορικά επιμελητήρια και δημοτικά συμβούλια, τα οποία είναι φιλικά προσκείμενα στις τουρκικές κατοχικές αρχές, προέβησαν σε δηλώσεις που ενθαρρύνουν τη χρήση της τουρκικής λίρας.

Ο διπλός πληθωρισμός και οι αντιδράσεις

Ειδικοί στη Συρία σημειώνουν ότι η αντικατάσταση της συριακής λίρας από την τουρκική, σε μια περιοχή αρκετών εκατομμυρίων ανθρώπων, θα πλήξει περαιτέρω τη συριακή οικονομία. Υπάρχουν αρκετές αντιδράσεις από τους κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι αντιλαμβάνονται τις πολιτικές προεκτάσεις της εισαγωγής της τουρκικής λίρας, ωστόσο οι οικονομικές συνθήκες είναι αβάσταχτες λόγω της δεκάχρονης κρίσης. Πιθανότατα, λόγω και της βαθύτατης κρίσης του τουρκικού νομίσματος, παράλληλα με την κατρακύλα του συριακού, οι κάτοικοι της κατεχόμενης βόρειας Συρίας να βιώσουν διπλά τον πληθωρισμό.

Ο Aldar Khalil, ανώτερος ηγέτης του κυρίαρχου κουρδικού κόμματος της Συρίας, δήλωσε ότι οι οικονομικές συνθήκες ευνοούν μια στροφή προς την τουρκική λίρα, ωστόσο αντιτίθεται σε μια τέτοια κίνηση, η οποία έχει πολιτικά κίνητρα από την Τουρκία. Τονίζει ότι η υποτίμηση της συριακής λίρας χρησιμοποιείται ως πρόσχημα από την Τουρκία, ώστε να επιβάλει το νόμισμά της σε εδάφη στα οποία εισέβαλε. «Τα πράγματα είναι διαφορετικά στην περιοχή μας», σημειώνει. «Χρησιμοποιούμε τη συριακή λίρα. Και δεν έχουμε καμία πρόθεση να διαχωριστούμε από τη Συρία».

Ο Ahmet Pelda, οικονομολόγος που παρακολουθεί στενά τις κουρδικές περιοχές της Συρίας, γνωστές ως Rojava, πιστεύει ότι η αλλαγή νομίσματος θα επηρεάσει τους δεσμούς της περιοχής με τη Δαμασκό και έτσι θα εκμηδενίσει την πιθανότητα μιας πολιτικής διευθέτησης. Ο Pelda σημειώνει ότι η χρήση της τουρκικής λίρας ή του ιρακινού δηναρίου από τη Rojava θα σήμαινε εξάρτηση από την Τουρκία ή το Ιράκ, πράγμα που σημαίνει διαχωρισμό από το συριακό καθεστώς. Πιθανότατα, η χρήση του δολαρίου να ήταν μια πιο λογική επιλογή, ώστε να αποφευχθεί η τουρκική εξάρτηση, ωστόσο απαιτούνται υπερβολικοί όγκοι δολαρίων, όπως επίσης και ικανή διαχείριση και θέληση από τις τοπικές αρχές.

Σήμερα, οι Σύριοι στις βόρειες περιοχές της χώρας βλέπουν τουρκικές σημαίες, εικόνες δημόσιων προσώπων που ελέγχονται από την Άγκυρα και το τουρκικό νόμισμα να κυκλοφορεί στην αγορά, αντιμετωπίζοντας τις ίδιες προκλήσεις που είχε να αντιμετωπίσει η χώρα 100 χρόνια πριν, κατά την οθωμανική κατοχή. Το νόμισμα στη Συρία, λένε οι ειδικοί, αποτύπωνε για δεκαετίες μια ενιαία οικονομία και είναι δύσκολο να επανεμφανιστεί η ίδια ενότητα που υπήρξε στη χώρα μετά την οθωμανική κατάρρευση, χωρίς την ύπαρξή του.

Επαναλαμβάνει ό,τι έπραξε στην Κύπρο η Τουρκία;

Η χρήση οικονομικών εργαλείων για την επίτευξη των γεωπολιτικών στόχων στη Συρία δημιουργεί déjà vu με την κυπριακή ιστορία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η προσπάθεια της Τουρκίας να επέμβει στα της οικονομίας της Κυπριακής Δημοκρατίας κατά την προηγούμενη οικονομική κρίση. Το 2013, ο τότε Τούρκος Υπουργός Ευρωπαϊκών Υποθέσεων, Εγκεμέν Μπαγίς, δήλωνε (πριν κλείσει η συμφωνία με την Ε.Ε.) ότι η Λευκωσία θα μπορούσε να ζητήσει τα κεφάλαια που χρειαζόταν για να εξέλθει της οικονομικής κρίσης από το κατοχικό καθεστώς. Είχε επίσης προβεί σε μια πρωτόγνωρη δήλωση, λέγοντας ότι η Άγκυρα δεν θα είχε αντίρρηση εάν η Κύπρος επέλεγε να χρησιμοποιήσει ως νόμισμά της την τουρκική λίρα, «όπως κάνει η ΤΔΒΚ» στα κατεχόμενα εδάφη.

Οικονομία «από Τούρκο σε Τούρκο»

Η Τουρκία, παράλληλα με τις πολιτικές και στρατιωτικές μεθοδεύσεις για εισβολή στην Κύπρο κατά τα πρώτα χρόνια της Κυπριακής Δημοκρατίας, είχε επιστρατεύσει και οικονομικά εργαλεία. Σημειώνεται ότι, το 1958, η τουρκοκυπριακή ηγεσία, ενώ ήταν ακόμα σε εξέλιξη ο απελευθερωτικός αγώνας της ΕΟΚΑ, είχε εφαρμόσει αυστηρό οικονομικό εμπάργκο στα προϊόντα που παράγονταν από Ελληνοκύπριους. Η πολιτική αυτή συνεχίστηκε με διαφορετικές εντάσεις μέχρι το 1961, όταν η πολιτική «από Τούρκο σε Τούρκο» είχε εξασθενίσει την τουρκοκυπριακή κοινότητα, αυξάνοντας την ανεργία αλλά και υποβαθμίζοντας την ποιότητα των προϊόντων που παρήγαν οι Τουρκοκύπριοι. Όπως αναφέρει ο Hakan Arslan στη διδακτορική διατριβή του «Η Πολιτική Οικονομία της Δημιουργίας Κράτους – Η περίπτωση των Τουρκοκυπρίων», οι Τουρκοκύπριοι εξαναγκάστηκαν από την ηγεσία τους να μην έχουν εμπορικές συναλλαγές με Ελληνοκύπριους, οδηγώντας τους στη χρεοκοπία, αφού έπρεπε να προμηθεύονται τα εμπορεύματα ή τις πρώτες ύλες από μεγαλέμπορους Τουρκοκύπριους, ασχέτως της ποιότητας ή της τιμής των αγαθών. Ο Arslan αναφέρει επίσης περιπτώσεις όπου οι Τουρκοκύπριοι που συνέχισαν να αγοράζουν προϊόντα από Ελληνοκύπριους δέχονταν απειλές ακόμα και για τη ζωή τους.

Η οικονομία στους θύλακες

Οι αποσχιστικές προσπάθειες της ηγεσίας των Τουρκοκυπρίων απέτρεψαν την οικονομική άνθηση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, καταλήγοντας στο 1963 και την τουρκανταρσία, με την τουρκοκυπριακή κοινότητα να υποφέρει από την οικονομική εξαθλίωση, δίνοντας το δικαίωμα στην Τουρκία να είναι ο μόνος οικονομικός της αιμοδότης. Η δρ Μαριλένα Βαρνάβα αναφέρει στο βιβλίο της ότι η Άγκυρα, μετά τα γεγονότα του 1963-64 και την αυτοαπομόνωση των Τουρκοκυπρίων σε θύλακες, διείσδυσε περαιτέρω στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τεράστιες χορηγίες για αμυντικούς σκοπούς, μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και των μισθοφόρων μαχητών, όπως επίσης και με χορηγίες για τους εκτοπισθέντες Τουρκοκύπριους. Αναφέρεται επίσης στο ότι η στροφή προς τη «Μητέρα Πατρίδα» ήταν αναπόφευκτη, μετά και τις οικονομικές κυρώσεις που επέβαλε η Κυπριακή Δημοκρατία στους θύλακες. Τονίζει ότι η πολιτική της τουρκοκυπριακής ηγεσίας μέσα στους θύλακες είχε κυρίως δύο στόχους. Ο πρώτος ήταν να επιβιώσουν οι Τουρκοκύπριοι μέσα στους θύλακες με την οικονομική βοήθεια της Τουρκίας, μέχρι να αποκτηθεί ξανά η δυνατότητα για επέμβαση, κάτι το οποίο προσδοκούσαν να γίνει σύντομα. Ο δεύτερος ήταν να πειστεί η διεθνής κοινότητα ότι οι Τουρκοκύπριοι ήταν τα θύματα της ελληνοκυπριακής πολιτικής, η οποία κατέστρεφε τις δυνατότητές τους να αντισταθούν και να επιβιώσουν, κάτι το οποίο συνεχίζεται και σήμερα.

Οι τουρκικοί μισθοί στους mücahit

Ο Hakan Arslan αναφέρει ότι μετά το 1963 οι περισσότεροι Τουρκοκύπριοι εγκατέλειψαν τα χωριά τους και μετακινήθηκαν στους θύλακες. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, με την πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων να μένουν άνεργοι και να είναι εντελώς εξαρτημένοι από την αποστολή εισοδημάτων από την Τουρκία, μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού των θυλάκων κατέληξε να μετατρέπεται σε στρατιωτικούς μισθοφόρους (mücahit). Ο Τούρκος δημοσιογράφος Yilmaz Centiner αναφέρει ότι συνολικά 80.000 άτομα στους θύλακες προστέθηκαν στο μισθολόγιο του τουρκικού κράτους, με τους 20.000 να χαρακτηρίζονται ως mücahit.

Αξιοσημείωτο είναι το ότι οι Mete Hatay και Rebecca Bryant αναφέρουν στην αναφορά τους του 2015 στο PRIO (Peace Research Institute Oslo), «Τουρκικές αντιλήψεις για την Κύπρο: 1948 μέχρι σήμερα», ότι ήταν η περίοδος που οι Τουρκοκύπριοι είχαν απομονωθεί από τους Ελληνοκύπριους μέσα στους θύλακες, χωρίς να έχουν πρόσβαση σε φρέσκα τρόφιμα, με αποτέλεσμα να στρατιωτικοποιηθούν σε υπέρμετρο βαθμό και να είναι εξαρτημένοι τόσο από την τουρκοκυπριακή ηγεσία όσο και από την τουρκική «Μητέρα Πατρίδα». Ενδιαφέρον επίσης στοιχείο που προκύπτει και αναφέρεται από τη δρα Μαριλένα Βαρνάβα είναι το ότι όταν οι mücahit εγγράφονταν ως τέτοιοι, δεν μπορούσαν να αποχωρήσουν εθελοντικά.

Déjà vu με την Κύπρο πριν από το 1974 η σημερινή κατάσταση στη Συρία

Πιθανότατα να κυριαρχεί το ερώτημα κατά πόσον η νομισματική κίνηση της Τουρκίας στη Συρία είναι απλή προσπάθεια προπαγάνδας ή ένα καίριο βήμα προς την προσάρτηση. Τα κοινά στοιχεία με την κυπριακή ιστορία, κατά τα πρώτα χρόνια της Δημοκρατίας, αφήνουν την απάντηση να αιωρείται και να μην είναι σαφής. Τα δεδομένα δείχνουν ότι η εντός των τουρκοκυπριακών θυλάκων οικονομία, την περίοδο από το 1964 μέχρι και την εισβολή του 1974, μπορεί να συγκριθεί με την παρούσα κατάσταση στις κατεχόμενες περιοχές της βόρειας Συρίας. Χωρίς να μπορεί να γίνει ξεκάθαρο, λόγω έλλειψης πληροφόρησης, οι συναλλαγές εντός των τουρκοκυπριακών θυλάκων πιθανόν να γίνονταν σε τουρκικό συνάλλαγμα, αφού οι τουρκικές χορηγίες αποτελούσαν το μόνο εισόδημα των Τουρκοκυπρίων, παράλληλα με τις εισφορές του Ερυθρού Σταυρού. Ωστόσο, όπως αναφέρεται σε διάφορες συνεντεύξεις του Paul Strong, οικονομικού ιστορικού, πριν από τον Αύγουστο του 1974, η τουρκοκυπριακή διοίκηση είχε διαταχθεί να καταστρέψει όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που αφορούσαν την οικονομική διαχείριση της εν λόγω περιόδου. Οι δύο περιπτώσεις έχουν ως κοινά την πολιτική αναταραχή εντός των κρατών, φιλικά προσκείμενους προς την Τουρκία πληθυσμούς και μεγάλη οικονομική στήριξη σε ένοπλους μισθοφόρους από την Άγκυρα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ