του Ξένιου Μεσαρίτη
Έχει περάσει ανεπιστρεπτί η αμηχανία που προκαλούσε η ατάκα «μα τα ξένα κρασιά δεν είναι φτηνότερα και καλύτερα από τα κυπριακά;», αφού πλέον το κυπριακό κρασί μπορεί να σταθεί επάξια δίπλα σε κορυφαία κρασιά ευρωπαϊκών χωρών ή χωρών του Νέου Κόσμου. Οι οινοποιοί Σοφοκλής Βλασίδης του Οινοποιείου Βλασίδης, Κώστας Τσιάκκας του Οινοποιείου Τσιάκκας και Χάρης Αθηνοδώρου του Οινοποιείου Γερόλεμο προκαλούν πλέον οποιονδήποτε να φέρει κρασιά από το εξωτερικό και να τα συγκρίνει με τα κυπριακά κρασιά, ίδιας τιμολόγησης, λέγοντας αν το ξένο πλέον είναι όντως καλύτερο. Μιλούν στο Economy Today και δίνουν τις δικές τους ερμηνείες για την άνοδο του κυπριακού κρασιού, τη στήριξη στις γηγενείς ποικιλίες σταφυλιού, τις επιπτώσεις του κορωνοϊού στον κλάδο και τις προκλήσεις που έπονται ώστε ο οινικός τομέας να εδραιωθεί ως μια από τις πιο αναπτυσσόμενες βιομηχανίες του τόπου.
Η τελευταία δεκαετία έχει οδηγήσει το κυπριακό κρασί σε εντελώς διαφορετικό σημείο από αυτό στο οποίο βρισκόταν τις προηγούμενες δεκαετίες, με τις συνολικές πωλήσεις κυπριακού κρασιού να φτάνουν σήμερα τα €40 εκατ. συνολικά (εγχώρια αγορά και εξαγωγές), ενώ οι προοπτικές στον ορίζοντα φαίνονται ακόμα μεγαλύτερες.
Η τελευταία δεκαετία έχει μεταλλάξει το κυπριακό κρασί
Το τι έχει επιτευχθεί τα τελευταία 10 περίπου χρόνια είναι ένα κατόρθωμα και πλέον ο οινικός τομέας έχει ωριμάσει σε μεγάλο βαθμό στην Κύπρο, σημειώνει ο Σοφοκλής Βλασίδης. Ο Κώστας Τσιάκκας τονίζει ότι δεν έγιναν όλα αυτά με ένα κλικ, αλλά ότι έπρεπε να γίνουν πολλά λάθη και να πέσουν πολλά φύλλα κάτω από τα αμπέλια, που αργότερα λειτούργησαν ως τροφή για να ανθίσουν ξανά. Η μεταμόρφωση της τελευταίας δεκαετίας προέκυψε κυρίως λόγω της τεχνογνωσίας που αποκτήθηκε, της αξιοποίησης των κυπριακών ποικιλιών και του συναγωνισμού ανάμεσα στους οινοποιούς, κάτι που βοήθησε πολλά οινοποιεία να εισέλθουν δυναμικά στην παραγωγή κρασιού και να αποκτήσουν σημαντικό μερίδιο αγοράς, απορροφώντας σιγά-σιγά την κυριαρχία των τεσσάρων μεγάλων βιομηχανιών που επικρατούσαν για δεκαετίες στο κυπριακό κρασί. Χαρακτηριστικά για το τελευταίο, ο Κώστας Τσιάκκας ανέφερε: «Όταν σταδιακά έχασαν τη δύναμή τους οι τέσσερις μεγάλες βιομηχανίες του κρασιού, σιγά-σιγά βρήκαμε τον τρόπο. Όπως όταν κάτω από τη μεγάλη σκιά ενός δέντρου δεν φυτρώνει τίποτε, αλλά όταν φυλλοροεί αρχίζουν και πετάγονται από κάτω άλλα φυτά».
Οι οινοποιοί τα τελευταία χρόνια έχουν πραγματοποιήσει τεράστιες επενδύσεις για τη βελτίωση των αμπελώνων τους και της πρώτης ύλης του κρασιού, ενώ έχουν αντλήσει τεχνογνωσία στην παραγωγή, αναβαθμίζοντας τις εγκαταστάσεις, δηλαδή τα κυπριακά οινοποιεία, όπου γίνεται η παραγωγική διαδικασία, η παλαίωση, η ωρίμανση και η εμφιάλωση. Σαφώς, στην προσπάθεια ήταν ουσιαστική η αξιοποίηση των επιχορηγήσεων, κυρίως από τα ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία, όπως ξεκαθαρίζουν οι οινοποιοί, δεν αποτελούν συγχρηματοδοτούμενα κονδύλια της Ε.Ε. και της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά έρχονται απευθείας από τα ευρωπαϊκά ταμεία, χωρίς να θέλουν να υποβαθμίσουν τη στήριξη και τη βοήθεια της κυπριακής πολιτείας. Ο Χάρης Αθηνοδώρου τονίζει ότι οι επιχορηγήσεις δημιούργησαν ακόμα πιο εύφορο έδαφος για τον τομέα και επιτάχυναν τα σχέδια που ήδη θα έκαναν οι οινοποιοί ούτως ή άλλως. «Τα σχέδια μάς έδωσαν την ευχέρεια να είμαστε άνετοι και να επενδύσουμε στην τεχνολογία, στον πειραματισμό και στις δοκιμές, που εν τέλει οδήγησαν στη βελτίωση της ποιότητας του κυπριακού κρασιού ταχύτερα».
Διαθέσιμα κονδύλια ύψους €4,3 εκατ. για τον κυπριακό οινικό τομέα
Κάθε χρόνο, ο οινικός τομέας της Κύπρου έχει τη δυνατότητα να λάβει απευθείας από την Ευρωπαϊκή Ένωση περισσότερα από €4,3 εκατ. σε επιχορηγήσεις που αφορούν τους κυπριακούς αμπελώνες και τα κυπριακά κρασιά. Τα συγκεκριμένα κονδύλια κατανέμονται σε όλη τη διαδικασία παραγωγής του κρασιού, δηλαδή από τον αμπελώνα στο οινοποιείο και μετέπειτα στην εμπορία και προώθηση του κρασιού.
Σε ό,τι αφορά τον αμπελώνα, υπάρχει το Σχέδιο Αναδιάρθρωσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον αμπελώνα, το οποίο αφορά την ανανέωση των υφιστάμενων αμπελώνων με σκοπό να διαμορφωθεί εκ νέου ο αμπελώνας ή να φυτευτούν διαφορετικές ποικιλίες, αναλόγως και της ζήτησης που υπάρχει στην αγορά. Οι ποικιλίες που εμπίπτουν στα πλαίσια χρηματοδότησης είναι κυρίως οι γηγενείς ποικιλίες του κάθε κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή διεθνείς ποικιλίες σε περίπτωση που ένα κυπριακό οινοποιείο έχει επιβεβαιωμένη ανάγκη για συγκεκριμένη ποικιλία για την παραγωγή κρασιού.
Επίσης, στο πλαίσιο επιδότησης των αμπελώνων, επιχορηγείται η επαναφύτευση των αμπελιών ώστε να γίνουν πιο παραγωγικά, πιο ποιοτικά και πιο ελεγχόμενα, όπως με τη μέθοδο της γραμμικής φύτευσης. Ακόμα, υπάρχει επιχορήγηση για τη δημιουργία ξερολιθιών (οι γνωστές «δόμες» στην κυπριακή ντοπιολαλιά), κυρίως για λόγους βελτίωσης της εικόνας των αμπελώνων.
Αιχμή του δόρατος οι γηγενείς ποικιλίες
Οι κυπριακές ποικιλίες αποτελούν την αιχμή του δόρατος του οινικού τομέα σήμερα και η αξιοποίησή τους έναν από τους λόγους που οδήγησαν το κυπριακό κρασί στη σημερινή του ανάπτυξη. Ένας από τους στόχους των οινοποιών τα τελευταία χρόνια ήταν ο κάθε οινοποιός της Κύπρου να αναδείξει το δικό του ξυνιστέρι, την κατεξοχήν λευκή κυπριακή ποικιλία, ούτως ώστε να γίνει γνωστή στο κοινό και μέσα από τη συλλογική προσπάθεια να εδραιωθεί στη συνείδηση των Κυπρίων καταναλωτών. Το ξυνιστέρι, αναφέρει ο Σοφοκλής Βλασίδης, είναι ένα από τα καμάρια της κυπριακής γης, «σαν τες ελιές τζαι τες τερατσιές του Μόντη», ενώ η επιβίωση και η βιωσιμότητα της κυπριακής βιομηχανίας κρασιού εξαρτώνται από τη στήριξη των γηγενών ποικιλιών. Οι ξένες ποικιλίες, τόνισε, ναι μεν μπορούν να ευδοκιμήσουν στην κυπριακή γη, αλλά, «αν θέλουμε να βλέπουμε μακροπρόθεσμα και να προγραμματίζουμε για το μέλλον με ασφάλεια, πρέπει να εμπιστευτούμε τις κυπριακές ποικιλίες, που έχουν μάθει να επιβιώνουν και να στέκονται γερά σε αυτόν τον τόπο».
Το ξυνιστέρι, η μωροκανέλλα, η πρωμάρα, το μαραθεύτικο, το γιαννούδι, το μαύρο και οι υπόλοιπες κυπριακές ποικιλίες είναι αυτές στις οποίες μπορούμε να βασιστούμε για να πετύχουμε το επόμενο βήμα στο κυπριακό κρασί και αυτές που βοήθησαν για να φτάσουμε εδώ που φτάσαμε, είπε ο Χάρης Αθηνοδώρου. Συμπλήρωσε ότι το στοίχημα είναι να αποδείξουμε ότι μπορούμε να ανταγωνιστούμε οποιοδήποτε είδος κρασιού και οποιαδήποτε ποικιλία με τις δικές μας. Το πλεονέκτημα των ποικιλιών σταφυλιού της Κύπρου είναι ότι είναι πιο ανθεκτικές στις καιρικές συνθήκες της Κύπρου αλλά και στις ασθένειες, καθιστώντας την καλλιέργειά τους βιώσιμη.
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο Κώστας Τσιάκκας, που συνεισέφερε τα μέγιστα στο να αναδειχθεί η ποικιλία γιαννούδι, δεν αρκεί η μοναδικότητα των ποικιλιών, αλλά πρέπει να έχουν κάτι ιδιαίτερο να δώσουν στον καταναλωτή. Δεν αποτελεί πανάκεια και λύση για όλα τα προβλήματα η χρήση των κυπριακών ποικιλιών και δεν πρέπει να παραμεριστούν οι ξένες ποικιλίες, αλλά οφείλουμε να τις παντρέψουμε με τις γηγενείς.
Η πανδημία έχει ανακόψει εν μέρει την άνοδο του κυπριακού κρασιού αλλά…
Μια χώρα που στηρίζεται στον όγκο των τουριστών που επισκέπτονται το νησί, με αριθμούς πολλαπλάσιους του τοπικού πληθυσμού, σαφέστατα συγκλονίζεται από τις επιδράσεις της πανδημίας στον παγκόσμιο τουρισμό. Ως εκ τούτου, η βιομηχανία του κυπριακού κρασιού κλονίστηκε από τις επιδράσεις του κορωνοϊού, ωστόσο, όπως εξηγεί ο Σοφοκλής Βλασίδης, δεν είχαν όλοι οι παραγωγοί κρασιού την ίδια ζημιά από την επέλαση του κορωνοϊού.
Εξηγώντας, ανέφερε ότι όντως το κρασί είναι συνδεδεμένο με τον τουριστικό τομέα και ότι οινοποιοί που βασίζονταν στις πωλήσεις κυρίως στις τουριστικές περιοχές υπέστησαν τις μεγαλύτερες ζημιές. Τη μεγαλύτερη ζημιά υπέστησαν οι μεγάλες οινοβιομηχανίες, οι οποίες παράγουν μεγαλύτερες ποσότητες κρασιού και δεν κατάφεραν να πουλήσουν τις ποσότητες που πουλούσαν τα προηγούμενα χρόνια, λόγω της μείωσης του τουρισμού. Επίσης, οινοποιοί που είχαν στήσει το παραγωγικό τους μοντέλο στη διοχέτευση των κρασιών τους σε ξενοδοχεία και τουριστικά καταλύματα αντιμετωπίζουν σοβαρότατα προβλήματα. Ο κ. Βλασίδης επεσήμανε ότι η οικονομική κρίση που επέφερε η πανδημία του κορωνοϊού ήταν εντελώς ανάποδη σε σχέση με την οικονομική κρίση του 2013, κατά την οποία ο τουρισμός δεν είχε επηρεαστεί καθόλου και ο αντίκτυπος ήταν ολοκληρωτικά στην ντόπια κοινωνία, με συνέπεια την τότε μεγάλη μείωση της κατανάλωσης κυπριακού κρασιού εντός συνόρων.
Ερωτηθείς για τις πωλήσεις του κυπριακού κρασιού στις υπεραγορές και τις κάβες, οι οποίες παρέμειναν ανοικτές κατά τη διάρκεια των παρατεταμένων περιοριστικών μέτρων κατά του κορωνοϊού, ο κ. Βλασίδης τόνισε ότι αυξήθηκαν οι πωλήσεις των κυπριακών κρασιών σε κάβες και υπεραγορές, αλλά δεν κατάφεραν να αντισταθμίσουν την τεράστια μείωση που προκλήθηκε από το κλείσιμο των χώρων εστίασης. Η πανδημία θα έχει ως συνέπεια ακόμα κάτι που θα είναι πρωτόγνωρο στα ιστορικά της κυπριακής οινοποίησης, δηλαδή ότι η μειωμένη ζήτηση θα αναγκάσει τους οινοπαραγωγούς να κρατήσουν τα κόκκινα κρασιά για ακόμη ένα χρόνο στα βαρέλια για παλαίωση ή στα οινοποιεία τους και δεν θα τα κυκλοφορήσουν στην αγορά. Αυτό θα γίνει αντιληπτό από τους καταναλωτές τα επόμενα χρόνια, όταν θα εμφιαλωθούν και θα κυκλοφορήσουν στην αγορά κρασιά που θα αφορούν τον τρύγο του 2018 ή του 2019 και τα οποία θα κυκλοφορούσαν κανονικά το 2020.
«Πράσινος τρύγος» λόγω COVID-19
Ο πράσινος τρύγος αφορά την αφαίρεση του σταφυλιού πριν ακόμη δημιουργηθεί το σταφύλι, στη φάση της ταξιανθίας ή μόλις καρποδένει, ώστε να μειωθεί η παραγωγή του αμπελώνα λόγω του ότι δεν υπάρχει ζήτηση. Ο πράσινος τρύγος δεν μπορεί να γίνεται συνεχώς, αφού προκαλεί ζημιά στο αμπέλι, και γίνεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις και κατόπιν έγκρισης από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Προφανώς, η πανδημία αποτελεί μία από αυτές τις εξαιρετικές περιπτώσεις, αφού οδήγησε στη μείωση της ζήτησης τοπικών σταφυλιών από τα οινοποιεία, και οι αμπελουργοί επιδοτούνται για να εφαρμόσουν τον πράσινο τρύγο.
Ουσιαστικά, ο πράσινος τρύγος είναι επιδότηση των αμπελουργών από την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να μην παραχθούν οι επιπλέον ποσότητες και να δημιουργηθεί πίεση προς τις βιομηχανίες να τις παραλάβουν χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να τις αξιοποιήσουν ή να οδηγηθούν οι τιμές σε πολύ χαμηλά επίπεδα από την υπερβάλλουσα προσφορά σε σχέση με τη φετινή ζήτηση. Ο Κώστας Τσιάκκας σημείωσε ότι πιθανότατα αυτό θα επιφέρει κάποια προβλήματα στον προγραμματισμό της αμπελουργίας και της οινοποίησης για τις επόμενες χρονιές.
Οι προοπτικές του κυπριακού κρασιού
Τα σημερινά €40 εκατ. του κυπριακού κρασιού υπάρχει προοπτική να διπλασιαστούν και να φτάσουν ακόμα και τα €100 εκατ. τα επόμενα χρόνια. Όπως τονίζει ο Σοφοκλής Βλασίδης, για να φτάσει ο κυπριακός οινικός τομέας στους εν λόγω τζίρους, θα πρέπει να κεφαλαιοποιηθεί η ποιότητα στην οποία έχει φτάσει το κυπριακό κρασί και σιγά-σιγά να αυξηθεί ο μέσος όρος των τιμών ανά φιάλη. Εξηγώντας, σημείωσε ότι δεν πρέπει να αυξηθούν οι τιμές στα καθημερινά ποιοτικά κρασιά των Κυπρίων οινοποιών, αλλά θα πρέπει να δημιουργηθεί σειρά προϊόντων από κάθε οινοποιείο που θα περιλαμβάνει, πέραν των βασικών κρασιών, τα πιο premium και τα super premium. Η άνοδος της τιμής δεν θα επηρεάσει τη σχέση ποιότητας-τιμής, αλλά είναι κάτι το οποίο πρέπει να γίνει, αφού πλέον υπάρχουν οινοποιεία τα οποία φτιάχνουν κρασιά αντάξια των γαλλικών και ιταλικών, τα οποία στα ράφια πωλούνται για €40 και €50. Σημείωσε επίσης ότι ακόμη δεν υπάρχει μπουκάλι κυπριακού κρασιού που να πωλείται προς €30, ενώ υπάρχουν κρασιά που ποιοτικά αξίζουν τόσα, σύμφωνα με την αγορά και τις κριτικές.
Βλέποντας την τελευταία δεκαετία, αυτό δεν είναι κάτι το οποίο είναι μακρινό, ωστόσο πρέπει «να το πιστέψουμε, να το παράξουμε σωστά και να το πραγματοποιήσουμε», τόνισε ο κ. Βλασίδης. «Είμαστε τώρα στο σημείο που πρέπει μαζικά να προωθήσουμε το κυπριακό κρασί ως όνομα, ως brand, και εδώ μπαίνουν και οι προσπάθειες της κυβέρνησης που συμβαδίζουν με το κοινό μας όραμα. Είναι ξεκάθαρο πλέον για την πλειοψηφία των οινοποιών, και αυτό έχει μεταλαμπαδευτεί και στο κράτος, ότι πλέον πρέπει να στοχεύσουμε στη βελτίωση της εικόνας και στη δημιουργία του branding του κυπριακού κρασιού. Εννοείται ωστόσο πως πριν από κάποια χρόνια δεν μπορούσε να δημιουργηθεί το όνομα χωρίς να υπάρχει το προϊόν για να το στηρίξει. Τώρα χρειάζεται το σπρώξιμο που θα προσφέρει το μάρκετινγκ, που σήμερα απουσιάζει, και αυτό χρειάζεται να γίνει όχι μόνο από τα οινοποιεία αλλά και συλλογικά από το κράτος και την κοινωνία. Τονίζεται ωστόσο ότι δεν θα μπορούσε να γίνει μάρκετινγκ χωρίς να έχει γίνει η πρόοδος των τελευταίων χρόνων».
Το κυπριακό κρασί έχει φτάσει στο σημείο όπου, όπως και ένας σπουδαίος πίνακας που έχει ολοκληρωθεί, πρέπει στη συνέχεια να αναδειχθεί, ούτως ώστε να πάρει την αναγνώριση που του αξίζει, τόνισε ο Κώστας Τσιάκκας. Ο Χάρης Αθηνοδώρου σημείωσε ότι «το μέλλον του κυπριακού κρασιού αναμένεται λαμπρό», αφού ήδη «φτάσαμε στο σημείο όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι στο κυπριακό κρασί, ξεκινώντας από τον απλό αμπελουργό και τον οινοποιό που έχει δικά του αμπέλια, μέχρι τους sommelier, τους συνδέσμους, τους διανομείς και τους συνδέσμους οινοφίλων, όλοι ξέρουν να ψάχνουν και να αξιολογούν και στόχος είναι το κυπριακό κρασί να φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα. Πλέον δεν υπάρχει πισωγύρισμα προς το παρελθόν».