Της Πωλίνας Άνιφτου*
Η αναγνώριση από την Αίγυπτο
Οι σχέσεις των χωρών στη Μέση Ανατολή δεν ήταν ποτέ χρονικά οι ίδιες ούτε και απολάμβαναν την ίδια ομαλότητα. Η ίδρυση του Ισραήλ το 1948 έφερε περαιτέρω ανακατατάξεις στην περιοχή μετά το τέλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Συρία και της Βρετανικής Αποικιοκρατίας στην Παλαιστίνη. Οι Άραβες δεν αποδέχθηκαν ποτέ στην ίδρυση του Ισραήλ και παρόλους τους τρεις αραβο-ισραηλινούς πολέμους (1948, 1967, 1973) μόνο η Αίγυπτος και η Ιορδανία αναγνώρισαν το Ισραήλ κάτω από την πίεση των ΗΠΑ πριν τις Συμφωνίες του Αβραάμ.
Η αναγνώριση του Ισραήλ από τις δύο αυτές χώρες ήρθε το 1979 από την Αίγυπτο και το 1994 από την Ιορδανία. Η Συνθήκη Ειρήνης Ισραήλ-Αιγύπτου υπογράφηκε στις 26 Μαρτίου 1979, μετά από δύο ενδιάμεσες συμφωνίες διαχωρισμού των δυνάμεων και αποχώρησης των ισραηλινών στρατευμάτων. Η συνθήκη ήταν το αποτέλεσμα μυστικών προκαταρκτικών συνομιλιών μεταξύ ανώτερων εκπροσώπων του Ισραήλ και της Αιγύπτου, της επίσκεψης του Αιγύπτιου Προέδρου Ανουάρ Σαντάτ στην Ιερουσαλήμ τον Νοέμβριο του 1977 και της σύναψης των Συμφωνιών του Καμπ Ντέιβιντ της 18ης Σεπτεμβρίου 1978.
Έτσι, η Αίγυπτος έγινε η πρώτη αραβική χώρα που αναγνώρισε επίσημα το Ισραήλ σε μια περίοδο που η αιγυπτιακή οικονομία ασφυκτιούσε μετά τους τρεις αραβο-ισραηλινούς πολέμους. Το 1967-1973, η αιγυπτιακή οικονομία προσανατολίστηκε προς την κατεύθυνση της εκπλήρωσης των στρατιωτικών στόχων παραμελώντας την επίτευξη των στόχων της ιδιωτικής ανάπτυξης στη χώρα που τέθηκαν από το 1960. Το βάρος των στρατιωτικών εξόδων του ΑΕΠ αυξήθηκε σε 20% το 1973 (τουτέστιν περίπου 20 δισεκατομμύρια αιγυπτιακές λίρες) από ό,τι το 1962 και το 1966. Το βάρος του πολέμου ήταν πολύ μεγαλύτερο αν σκεφτεί κανείς το υλικό (όπλα και τεχνικά μέσα μάχης, μηχανήματα, εξοπλισμός, κτήρια) και ανθρώπινες απώλειες.
Η συνθήκη περιλάβανε το τέλος του πολέμου, αμοιβαία αναγνώριση μεταξύ των χωρών, εξομάλυνση των σχέσεων, σταδιακή πλήρη αποχώρηση των ισραηλινών δυνάμεων και πολιτών από το Σινά στα διεθνή σύνορα που συμφωνήθηκαν και περιορισμούς στην τοποθέτηση ενόπλων δυνάμεων στο Σινά και στο Νεγκέβ. Επίσης, προέβλεπε δωρεάν διέλευση της ισραηλινής ναυτιλίας μέσω της διώρυγας του Σουέζ και αναγνώριση των Στενών του Τιράν ως διεθνούς πλωτής οδού. Η συνθήκη με το Ισραήλ έφερε την οικονομική ανάπτυξη στην Αίγυπτο αφού με την παρακίνηση των ΗΠΑ η χώρα προχώρησε σε ιδιωτικοποιήσεις και ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε 8,6% το 1975 είναι διπλάσιος από τον ρυθμό αύξησης του προηγούμενων ετών.
Οι σχέσεις του Ισραήλ με την Ιορδανία
Οι σχέσεις με την Ιορδανία ήταν πολύ διαφορετικές ένεκα του Ιορδάνη ποταμού και της Ιερουσαλήμ, οι χώρες είχαν εχθρικές σχέσεις για περίπου 46 χρόνια, ενώ η ηγεσία της Ιορδανίας υποστήριξε σθεναρά τον ένοπλο αγώνα στη Γάζα. Η Διάσκεψη της Μαδρίτης το 1991 οδήγησε σε διμερείς συνομιλίες, με αποκορύφωμα την επίσημη συνθήκη (1994) στην οποία και οι δύο χώρες δεσμεύτηκαν να απόσχουν από πολεμικές ενέργειες, να εξασφαλίσουν ότι δεν θα υπάρξουν απειλές και κινήσεις βίας εντός της επικράτειάς τους, θα λάβουν μέτρα κατά της τρομοκρατίας και από κοινού δράσεις για την επίτευξη ασφάλειας και συνεργασίας στη Μέση Ανατολή αντικαθιστώντας τη στρατιωτική ετοιμότητα με μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης.
Συνολικά, η Ιορδανία επηρεάστηκε τη δεκαετία του ’90 από τον Πόλεμο του Κόλπου όπου περίπου 300.000 Ιορδανοί αναγκάστηκαν να επαναπατριστούν από τις χώρες στον Κόλπο, ενώ παρουσίασε δραματική βελτίωση του μέσου ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ μεταξύ του 1992 και το 1995 που διαμορφώθηκε στο 6,7%. Ωστόσο, αυτή η λεγόμενη έκρηξη ήταν βραχύβια και μεταξύ 1996 και 1999, η αύξηση του ΑΕΠ μειώθηκε κατά μέσο όρο στο 2,9%. Η αναγνώριση του Ισραήλ το 1994 έφερε τη μείωση του εξωτερικού χρέους της χώρας με την παρέμβαση των ΗΠΑ. Εκ των υστέρων πέρα από την τριετή περίοδο βελτίωσης, τα προγράμματα μεταρρυθμίσεων και η εκδυτικοποίηση από δυτικούς και ισραηλινούς επενδυτικούς κύκλους τόνωσαν την οικονομική ανάπτυξη, παρόλα ταύτα η οικονομία επιβαρύνθηκε περαιτέρω από τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στο Ιράκ τη δεκαετία του 1990, γεγονός που μείωσε τελικά το διμερές εμπόριο μεταξύ Ιορδανίας και Ιράκ κατά 75%.
Άλλες διατάξεις στη συνθήκη ειρήνης με το Ισραήλ περιλαμβάνουν συμφωνημένες χορηγήσεις από υπάρχοντες υδάτινους πόρους, ελευθερία διέλευσης για τους υπηκόους και των δύο χωρών, προσπάθειες για την άμβλυνση του προσφυγικού προβλήματος και συνεργασία για την ανάπτυξη της κοιλάδας του Jordan Rift. Τα διεθνή σύνορα που οριοθετούνται στη συνθήκη αντικατέστησαν τις γραμμές κατάπαυσης του πυρός του 1949 και οριοθετούνται με αναφορά στα σύνορα της Βρετανικής Εντολής (1922-48). Η συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ιορδανίας και Ισραήλ υπογράφηκε στο συνοριακό πέρασμα Άκαμπα-Εϊλάτ (Οκτώβριος 1994), όπου και προηγήθηκε συνάντηση του βασιλιά Χουσεΐν και του πρωθυπουργού Γιτζάκ Ράμπιν στην Ουάσινγκτον τρεις μήνες νωρίτερα, όταν οι δύο ηγέτες διακήρυξαν το τέλος του πολέμου μεταξύ των χωρών τους.
Οι Συμφωνίες του Αβραάμ
Παρόλο που το Ισραήλ είχε συνάψει επίσημες διπλωματικές σχέσεις με την Αίγυπτο και την Ιορδανία και είχε μυστικές επαφές με τα ΗΑΕ και το Μπαχρέιν πριν το 2020, καμία επίσημη πρωτοβουλία δεν είχε παρθεί ώστε να δημιουργηθούν εγγύτερες επαφές με τον αραβικό κόσμο. Η θητεία Τραμπ το 2020 έφερε την αλλαγή στη Μέση Ανατολή με τις Συμφωνίες του Αβραάμ και σηματοδότησε ένα σημείο καμπής στην περιοχή και στις διεθνείς σχέσεις. Η συμφωνία προωθεί διμερείς και πολυμερείς αναπτυξιακές συμφωνίες στους τομείς κυρίως της οικονομίας. Δηλαδή δημιουργήθηκε μια συμφωνία όπου τα κράτη θα θεμελιώσουν οικονομικά δικαιώματα και μέσα από τις επενδύσεις θα κατοχυρωθούν διμερείς σχέσεις.
Το Σουδάν και το Μαρόκο υπέγραψαν παρόμοιες συμφωνίες με το Ισραήλ όπου το αναγνώρισαν και ξεκίνησαν διμερείς σχέσεις. Σύμφωνα με έρευνα του Arab Barometer το 2022, στις δώδεκα χώρες της έρευνας, μόνο το 20,4% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι ο αραβικός κόσμος πρέπει να δεχτεί το Ισραήλ, ενώ το 79,6% πιστεύει ότι δεν πρέπει. Το ποσοστό που θα δεχόταν το Ισραήλ είναι υψηλότερο στον Λίβανο (30,7%), στο Σουδάν (28,3%) και στο Κουβέιτ (26,1%) και το χαμηλότερο στη Λιβύη (11,6%), στην Αλγερία (11,4%) και στο Ιράκ (10,4%). Ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν υπερβαίνει ποτέ το 30,7% και αυτό είναι στον Λίβανο, που είναι μια χώρα με τη δική της περίπλοκη ιστορία με το Ισραήλ και ένα υψηλό ποσοστό Χριστιανών που, στο σύνολό τους, έχουν πιο συμφιλιωτικές απόψεις για το Ισραήλ από τους Σουνίτες μουσουλμάνους στο εν λόγω δείγμα.
Σε πολλές όμως αραβικές χώρες εξετάζουν το ενδεχόμενο να αντιταχθούν στις Συμφωνίες του Αβραάμ, αν δεν υπάρξει αναστολή των σχεδίων του Ισραήλ να επεκτείνει την κυριαρχία του στα παλαιστινιακά εδάφη ειδικά μετά τις συγκρούσεις στη Γάζα το 2023-24. Σε κάποιο βαθμό, οι Συμφωνίες έχουν ήδη απελευθερώσει μια περιφέρεια από τη ρητορική που έχει ενθαρρύνει μόνο τη στασιμότητα και πιέζουν στη δόμηση περιφερειακών παραγόντων προς οικονομικές δράσεις. Αν και η πρόοδος ήταν αξιοσημείωτη, οι δυνατότητές της είναι πολύ μεγαλύτερες.
Σύμφωνα με την ανάλυση της RAND για τις δυνατότητες διμερών συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου (free trade agreements- FTA) μεταξύ του Ισραήλ και των σημερινών υπογραφόντων, οι Συμφωνίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν 46.000 νέες θέσεις εργασίας και 24 δισεκατομμύρια δολάρια σε νέα οικονομική δραστηριότητα για τους εταίρους του Ισραήλ. Τα οφέλη μιας πολυμερούς FTA που περιλαμβάνει τους υπογράφοντες είναι θεαματικά, αφού θα τριπλασίαζαν το συνολικό όφελος, δημιουργώντας περισσότερες από 150.000 νέες θέσεις εργασίας και νέα οικονομική δραστηριότητα που υπερβαίνει τα 75 δισεκατομμύρια δολάρια. Μια πολυμερής FTA μεταξύ ενός διευρυμένου αριθμού πιθανών υπογραφόντων στις Συμφωνίες θα μπορούσε να δημιουργήσει έως και 4 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας και 1 τρισεκατομμύριο δολάρια σε νέα οικονομική δραστηριότητα έως το 2030.
Τα παραπάνω έχουν εξαχθεί αν λάβουμε υπόψιν ότι το Ισραήλ συνήψε μια Comprehensive Economic Partnership Agreement (CEPA) με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα τον Δεκέμβριο του 2022 και επί του παρόντος διαπραγματεύεται μια συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με το Μπαχρέιν. Και τα δύο θα επιταχύνουν σημαντικά την οικονομική ανάπτυξη, όταν μάλιστα ο όγκος του εμπορίου με τις αραβικές χώρες που εξομάλυναν τις σχέσεις με το Ισραήλ στο πλαίσιο των Συμφωνιών του Αβραάμ το 2020 ξεπέρασε τα 2,8 δισεκατομμύρια δολάρια το 2022.
Η στρατηγική πρόοδος των Συμφωνιών υπογραμμίζουν επίσης την αποφασιστικότητα τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα να θεωρηθούν σημαντικός παράγοντας στην παγκόσμια σκηνή. Το Άμπου Ντάμπι επιδιώκει να αντιμετωπίσει την επιρροή των εξτρεμιστικών ομάδων, ιδιαίτερα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας, καθώς και των κρατών που τη στηρίζουν, ενώ κατά τις συγκρούσεις Χαμάς- Ισραήλ το 2023-24 σε αντίθεση με το Κατάρ δεν επέδειξε καμία συμπαράσταση στη Χαμάς.
Το μοντέλο των Βιομηχανικών Ζωνών
Οι Βιομηχανικές Ζώνες που πληρούν τις προϋποθέσεις ((Qualified Industrial Zones- QIZ) είναι βιομηχανικά πάρκα που στεγάζουν παραγωγικές δραστηριότητες στην Ιορδανία και την Αίγυπτο. Το πρόγραμμα QIZ εισήχθη το 1996 από το Κογκρέσο των ΗΠΑ για την τόνωση της περιφερειακής οικονομικής συνεργασίας μετά τη συνθήκη ειρήνης μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας. Τα προϊόντα που παράγονται σε περιοχές που καθορίζονται ως QIZ στην Αίγυπτο, την Ιορδανία και τα παλαιστινιακά εδάφη μπορούν να έχουν απευθείας πρόσβαση στις αγορές των ΗΠΑ χωρίς δασμολογικούς περιορισμούς ή ποσοστώσεις, υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Για να πληρούν τις προϋποθέσεις, τα προϊόντα που παράγονται σε αυτές τις ζώνες πρέπει να περιέχουν ένα μικρό μέρος της ισραηλινής συνεργασίας. Επιπλέον, στο τελικό προϊόν πρέπει να προστεθεί ελάχιστη αξία 35% στα προϊόντα.
Η προστιθέμενη αξία του βιομηχανικού τομέα, γενικά, ήταν 2.045,9 εκατομμύρια JD το 2010 και 2.151,5 εκατομμύρια JD το 2011, που θεωρείτο μια καλή περίοδος στην περιοχή μετά τον πόλεμο Ισραήλ- Λιβάνου το 2006, εκ των οποίων στο μερίδιο του μεταποιητικού τομέα προστέθηκαν 1.689,5 εκατομμύρια JD και 1.757,7 εκατομμύρια JD για το 2010 και το 2011 αντίστοιχα. Αυτό μεταφράζεται σε μερίδιο 83% το 2010 και 82% το 2011 για τον μεταποιητικό τομέα. Αυτό αντανακλά την υψηλή συνεισφορά προστιθέμενης αξίας του μεταποιητικού τομέα στον βιομηχανικό τομέα.
Πολλά έχουν αλλάξει για την Ιορδανία από τότε που λειτούργησαν τα πρώτα QIZ το 1997. Η Ιορδανία διατύπωσε μια σειρά από άλλες εμπορικές συμφωνίες, με άλλες χώρες όπως η Τουρκία, ο Καναδάς, η Σιγκαπούρη και οι ΗΠΑ ώστε πλέον να προχωρήσει στον εκμοντερνισμό του χρηματοπιστωτικού της συστήματος, να οδηγήσει τον τραπεζικό τομέα στην διεθνή αγορά και να επεκτείνει τη βιομηχανική παραγωγή. Βέβαια πλέον οι αλλαγές στις επενδυτικές σχέσεις των χωρών απαιτούν αναθεώρηση της Συμφωνίας QIZ όσον αφορά τη συνάφεια, τη βιωσιμότητα και τον αντίκτυπό της κυρίως όσο ακόμη υπάρχουν συγκρούσεις και εμπόλεμες ζώνες. Ωστόσο, η QIZ θα πρέπει να θεωρείται ως εργαλείο, μεταξύ άλλων διεθνών συμφωνιών, από τις οποίες μπορούν να επωφεληθούν οι επενδυτές και μια βάση που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προχωρήσουμε μπροστά.
Το μοντέλο της Ειδικής Βιομηχανικής Ζώνης (QIZ) των βιομηχανικών περιοχών που βρίσκονται στα σύνορα, οι δασμοί και οι ποσοστώσεις είναι μια πολιτική εργαλείο που έχει σχεδιαστεί για την αξιοποίηση της διασυνοριακής συνεργασίας για τη διευκόλυνση της εξομάλυνσης μετά τις συγκρούσεις μεταξύ Ισραήλ και Ιορδανίας, ενώ QIZ υφίσταται και στην Αίγυπτο. Η συνθήκη ειρήνης Ισραήλ-Ιορδανίας του 1994 σηματοδότησε ένα νέο κεφάλαιο στην ιστορία των κοινών συμφερόντων των δύο χωρών και της συνεργασίας, ωστόσο οι σχέσεις τους επισκιάζονταν και εξακολουθούν να επισκιάζονται από τις συνεχιζόμενες περιφερειακές συγκρούσεις.
Η QIZ στην περιοχή μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως η βάση για μια μελλοντική συμφωνία μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ. Η συμφωνία της ΑΟΖ μεταξύ Λιβάνου και Ισραήλ το 2022 στηρίχθηκε σε μια εμπορικού και οικονομικού τύπου συμφωνία καθορισμού της ΑΟΖ χωρίς την ανάγκη να υπάρξουν διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών. Ενδέχεται η επόμενη χώρα που θα αναγνωρίσει το Ισραήλ μετά την εξόντωση της Χεζμπολάχ να είναι ο Λίβανος και ένα είδος QIZ θα βοηθούσε στην ανάπτυξη της βιομηχανίας του Λιβάνου και μάλιστα υπό μια πολυμερή QIZ με μέλη τον Λίβανο, το Ισραήλ, την Ιορδανία και την Αίγυπτο όπου οι χώρες του Λεβάντ θα μπορέσουν να στηρίξουν ένα υβριδικό μοντέλο παλαιστινιακού μορφώματος στην περιοχή.
Δίχως αμφιβολία η ύπαρξη οικονομικών ζωνών μπορεί να απεγκλωβίσει την περιοχή η οποία έχει βυθιστεί στις πολιτικές ανακατατάξεις επίσημων και ανεπίσημων μορφωμάτων και να βοηθήσει στην διεθνοποίηση των λαών.
*Συμβούλου Εξωτερικής Πολιτικής και Επενδύσεων